Πώς η Ελλάδα θα χρηματοδοτήσει το κόστος της πανδημίας

Με το συνολικό άμεσο κόστος του πακέτου ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας για την ενίσχυση εργαζομένων και επιχειρήσεων να εκτιμάται σε 16-17 δισ. ευρώ, τα οποία μαζί με τις εγγυήσεις θα φθάσουν τα 25-26 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να απαντήσει στη βαθιά ύφεση που αντιμετωπίζει εφέτος η χώρα και η οποία σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν θα φθάσει το 9,7%, έναντι εκτιμήσεων 4,7%-7,9% του προγράμματος σταθερότητας που υπέβαλε προσφάτως η Ελλάδα στις Βρυξέλλες.

«Κλειδί» για την επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί η αναπροσαρμογή της στρατηγικής χρηματοδότησης μέσω κυρίως της μεταβολής της χρήσης των εσόδων από τις εκδόσεις των ομολόγων, ώστε να καλυφθεί μέρος των δαπανών για τη στήριξη της οικονομίας που πλήττεται από την πανδημία.

Η στρατηγική

Ειδικότερα στην αρχή της χρονιάς, όπως σημειώνουν αξιωματούχοι με γνώση της διαδικασίας, η στρατηγική ήθελε τα έσοδα (4-8 δισ. ευρώ) από τις εκδόσεις ομολόγων να κατευθυνθούν κυρίως προς τον περιορισμό των εκδόσεων εντόκων γραμματίων και στην πρόωρη αποπληρωμή δανείων λήξης 2021 του ΔΝΤ. Σήμερα ωστόσο ο σχεδιασμός αυτός αποτελεί πολυτέλεια.

Ετσι από τα 16-17 δισ. κεφάλαια που απαιτούνται για την άμεση χρηματοδότηση της οικονομίας (χωρίς τις εγγυήσεις) και με δεδομένο ότι τα 2-3 δισ. ευρώ θα επανέλθουν στα δημόσια ταμεία αργότερα ως το τέλος του έτους, αφού αφορούν το πάγωμα απαιτήσεων, τα 13-14 δισ. ευρώ θα καλυφθούν ως εξής:

Εξοδος στις αγορές

Το Δημόσιο έχει αντλήσει ήδη 4,5 δισ. ευρώ από την έκδοση ενός 15ετούς και ενός επταετούς ομολόγου νωρίτερα εφέτος, ενώ, όπως αναφέρουν πηγές κοντά στον ΟΔΔΗΧ, ο σχεδιασμός θέλει τη χώρα να επιχειρεί δύο-τρεις ακόμα εξόδους στις αγορές με στόχο την άντληση 4-5 δισ. ευρώ. Η μορφή των νέων εκδόσεων θα εξαρτηθεί κυρίως από τη ζήτηση των θεσμικών επενδυτών, ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα προκρίνονται κυρίως ομόλογα τριετούς ή πενταετούς διάρκειας ή ακόμα και επανέκδοση (reopening) του 15ετούς ομολόγου. Η πρώτη έξοδος στις αγορές αναμένεται νωρίς το καλοκαίρι και σίγουρα όχι μετά τις 20 Ιουλίου. Αν όλα πάνε καλά, από τις εκδόσεις ομολόγων θα μαζευτούν συνολικά 8,5-9,5 δισ. ευρώ.

Το συνολικό μέγεθος των εκδόσεων εντόκων γραμματίων, από την άλλη πλευρά, που μειώθηκε κοντά στα 10 δισ. ευρώ σήμερα, θα επανέλθει στα 12,5 δισ. ευρώ, στα ίδια επίπεδα δηλαδή με το 2019, ενώ η πρόωρη αποπληρωμή δανείων λήξης 2021 στο ΔΝΤ ύψους περίπου 1,7 δισ. ευρώ αποσύρεται από το τραπέζι, καθώς το επιτόκιο είναι αρκετά χαμηλότερο (1,5%) αυτού με το οποίο δανείζεται πλέον η χώρα (2,2% για 10 χρόνια). Να σημειωθεί ότι είχαν αποπληρωθεί πρόωρα 2,7 δισ. ευρώ (με επιτόκιο 5%) στο ΔΝΤ το 2019, μειώνοντας το συνολικό χρέος προς το Ταμείο στα 6 δισ. ευρώ.

Από το «cash buffer»

Παράλληλα, αναμένονται κεφάλαια 1,8 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία και 1,2 δισ. ευρώ από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα (ANFA και SMP). Σε κάθε περίπτωση, αν οι ανάγκες το απαιτήσουν, θα χρησιμοποιηθούν και 2-3 δισ. ευρώ από το συνολικό κεφαλαιακό «μαξιλάρι» των 36,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 15,7 δισ. ευρώ, τα οποία αφορούν το «cash buffer» που είχε λάβει η χώρα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) όταν εξήλθε από το τρίτο μνημόνιο, αλλά και τα 7 δισ. ευρώ, τα οποία αφορούν ταμειακά διαθέσιμα φορέων της κεντρικής κυβέρνησης που είναι τοποθετημένα στις εγχώριες τράπεζες, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθούν.

Πρόσθετα όπλα για τη χώρα αποτελούν η ελαστικότητα της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων (ακυρώνεται η δέσμευση για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και το 2021), το όποιο «Ταμείο Ανάκαμψης» προκριθεί τελικά στην ΕΕ, ενώ υπάρχουν ακόμη πολλές εκκρεμότητες στο θέμα της χρηματοδότησης από τον ESM, στο πρόγραμμα SURE για την απασχόληση, όπως και στη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Ο τρόμος της ανεργίας και η ανάκαμψη

«Οι επιπτώσεις της κρίσης αναμένεται να είναι ισχυρές στην Ελλάδα λόγω της σημασίας του τομέα φιλοξενίας και του υψηλού μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες» ανέφερε η Κομισιόν, αναφέροντας στις εαρινές της προβλέψεις πως η χώρα μας θα έχει το 2020 τη μεγαλύτερη ύφεση στην ΕΕ. Αν και μέτρα προστασίας της αγοράς εργασίας αναμένεται να αποτρέψουν τις μαζικές απολύσεις και τις πτωχεύσεις εταιρειών, προβλέπει απώλειες 160.000 θέσεων εργασίας και αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 20%. Αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν πως οι εκτιμήσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν όλα τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας. Η Κομισιόν προβλέπει πάντως την ισχυρότερη ανάκαμψη στην ευρωζώνη για την Ελλάδα, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,9% το 2021.

Στα €175 δισ. το ΑΕΠ, στα €338 δισ. το χρέος

Σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματούχων με γνώση των δεδομένων της οικονομίας, το ΑΕΠ της χώρας θα υποχωρήσει στην περιοχή των 175 δισ. ευρώ εφέτος (από 189 δισ. ευρώ το 2019), με το δημόσιο χρέος να αυξάνεται από 331 δισ. ευρώ σε 338 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αν και το χρέος ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε υψηλά επίπεδα (193%), το profile του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την εποχή της κρίσης του χρέους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του οφείλεται σε επίσημους δανειστές, με τη μέση σταθμική διάρκεια να βρίσκεται στα 20,5 έτη.

Τα επόμενα χρόνια μάλιστα το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους σε ετήσια βάση θα κινείται κάτω του 10% του ΑΕΠ, την ώρα που σε αρκετές οικονομίες της ευρωζώνης ξεπερνά σήμερα το 20%. Το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών των χωρών της ευρωζώνης έχει αυξηθεί μάλιστα εξαιτίας της πανδημίας από τα 1,4 τρισ. ευρώ στα 2,1 τρισ. ευρώ εφέτος, την ώρα που η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει σήμερα ομόλογα 1 δισ. ευρώ περίπου (αν και το πρόγραμμα πανδημίας αναμένεται να αυξηθεί κατά 500 δισ. ευρώ).

Με βάση την κλείδα κεφαλαίου (capital key), τα περιθώρια αγορών ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ είναι σχεδόν διπλάσια άλλων χωρών, και αυτό αποτελεί μια πρόσθετη ασφάλεια για τους διεθνείς επενδυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το κόστος δανεισμού στον ευρωπαϊκό Νότο σημείωσε μικρή άνοδο, στην Ελλάδα κινείται σταθεροποιητικά, με την ΕΚΤ να αγοράζει μάλιστα τον Απρίλιο ελληνικά ομόλογα 700 εκατ. ευρώ λιγότερα από αυτά που μπορεί συνολικά να τοποθετεί μηνιαίως (περίπου 2 δισ. ευρώ).
Αν και η ένταση και η διάρκεια της ύφεσης θα προσδιοριστούν, σε σημαντικό βαθμό, από την πορεία της πανδημίας και από το πόσο σύντομα θα υπάρξουν αξιόπιστες θεραπείες, καθώς η ελληνική οικονομία είναι ευέλικτη θα μπορούσε, αν η πανδημία ελεγχθεί διεθνώς, η ανάκαμψη να είναι τελικά ταχύτερη.

Πηγή