Πώς παίρνει το Δημόσιο φθηνά δάνεια από τη ρεστότητα της ΕΚΤ


Το φθηνότερο, ίσως, δάνειο στην ιστορία του έλαβε το Ελληνικό Δημόσιο αυτή την εβδομάδα, αν και το υπουργείο Οικονομικών απέφυγε να θριαμβολογήσει για αυτή την επιτυχία, καθώς δεν συνδέεται με μια ορθόδοξη, ανοικτή διαδικασία διάθεσης κρατικών τίτλων στην αγορά, αλλά με το «ξεκλείδωμα» της φθηνής ρευστότητας που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις εμπορικές τράπεζες, η οποία, στην περίπτωση αυτή, κατευθύνθηκε για το δανεισμό του κράτους.

Ειδικότερα, τη Δευτέρα, το Ελληνικό Δημόσιο κατάφερε να δανεισθεί 2 δισ. ευρώ με διάθεση 30ετών ομολόγων, με απόδοση, όπως ανέφεραν στο Reuters στελέχη της αγοράς, περίπου 1,50%. Πρόκειται για ένα εξωπραγματικά χαμηλό κόστος δανεισμού για το κράτος με το μεγαλύτερο χρέος στην ευρωζώνη, που αναμφίβολα θα ήταν αδύνατο να επιτύχουν το υπουργείο Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ, εάν τολμούσαν να διαθέσουν στην αγορά ένα 30ετές ομόλογο.

Αρκεί να αναφερθεί ότι αυτό το επιτόκιο είναι ελάχιστα υψηλότερο από το τελευταίο επιτόκιο στην έκδοση 10ετών ομολόγων που έκανε το Δημόσιο (1,20%), παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τίτλους με τριπλάσια διάρκεια. Επίσης, είναι ένα επιτόκιο που απέχει λιγότερο από 1% από το μέσο επιτόκιο 30 ετών που έχουν τα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης.

Πώς έφθασε, όμως, η κυβέρνηση σε αυτό τον τόσο φθηνό δανεισμό, καταφέρνοντας μάλιστα να μην έχει την παραμικρή ανησυχία για την πρώτη έξοδο του 2021 στην αγορά, παρά το γεγονός ότι ο οίκος Fitch ήταν βέβαιο ότι δεν θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, διευκολύνοντας μια επιτυχημένη έκδοση 10ετών ομολόγων; Η απάντηση βρίσκεται στη δημιουργική συνεργασία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους με την Εθνική Τράπεζα:

  • Το Δημόσιο δεν έχει καταφέρει ως τώρα να διαθέσει 30ετή ομόλογα στην αγορά. Όμως, το 2020 συμφωνήθηκε με την Εθνική να χρησιμοποιήσει το κράτος 30ετή ομόλογα σαν «νόμισμα», για να επαναγοράσει τις σειρές ομολόγων που είχε διαθέσει στην Εθνική, στο πλαίσιο ανταλλαγής με το προϊόν Titlos, δηλαδή τα τιτλοποιημένα παλιά swaps του Δημοσίου με την Goldman Sachs. Με απλά λόγια, το Δημόσιο πλήρωνε την Εθνική με 30ετή ομόλογα και η Εθνική επέστρεφε στο Δημόσιο ομόλογα με άλλες, πιο κοντινές διάρκειες. Από αυτή τη συναλλαγή, η Εθνική «έγραψε» μεγάλα έκτακτα κέρδη, σχεδόν 500 εκατ. ευρώ, ενώ το Δημόσιο πέτυχε επιμήκυνση του χρέους.
  • Οι δύο πλευρές, Δημόσιο και Εθνική, πήγαν αυτή τη… δημιουργική συνεργασία ένα βήμα πιο μακριά τη Δευτέρα, καθώς μετέτρεψαν μια ακόμη ανταλλαγή ομολόγων σε μέθοδο δανεισμού του Δημοσίου. Το Δημόσιο διέθεσε στην Εθνική 30ετή ομόλογα αξίας 3,577 δισ. ευρώ και επαναγόρασε από την τράπεζα άλλους τίτλους, αξίας 1,48 δισ. ευρώ. Η διαφορά των περίπου 2 δισ. ευρώ ανάμεσα σε αυτές τις δύο συναλλαγές ήταν ο νέος, πολύ φθηνός δανεισμός που εξασφάλισε το Δημόσιο.

Ουσιαστικά, αυτό που πέτυχε το Δημόσιο με αυτή τη συναλλαγή ήταν να «ξεκλειδώσει» μέρος από τη ρευστότητα που λαμβάνουν οι τράπεζες (περίπου 40 δισ. ευρώ έχουν λάβει οι τέσσερις ελληνικές) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να δανείζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά εν μέσω πανδημίας, αλλά, όπως έχει διαπιστώσει με αρκετές δόσεις… δυσφορίας και ο Γιάννης Στουρνάρας, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ρευστότητας δεν κατευθύνεται σε στήριξη της οικονομίας. Σημειωτέον ότι αυτά τα δάνεια της ΕΚΤ παρέχονται με αρνητικό επιτόκιο που φθάνει το -1%. Οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε… ραντιέρηδες, χρησιμοποιώντας αυτή τη ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο για να την ανακυκλώνουν σε κρατικά ομόλογα και να κερδίζουν εκ τους ασφαλούς.

Για πρώτη φορά, μέσω της συναλλαγής του Δημοσίου με την Εθνική, αυτή η φθηνή ρευστότητα κατευθύνεται για απευθείας αγορά ομολόγων από το Δημόσιο, με ιδιωτική τοποθέτηση. Πρόκειται για μια συναλλαγή win – win, αφού η Εθνική χρησιμοποιεί ρευστότητα αρνητικού επιτοκίου για να αγοράσει ένα τίτλο με απόδοση 1,50%, ενώ το Δημόσιο δανείζεται με ένα επιτόκιο που δεν θα μπορούσε να επιτύχει μέσα από μια «κανονική» έκδοση ομολόγων, επειδή σε αυτές τις εκδόσεις δεν συμμετέχουν τράπεζες που έχουν πρόσβαση στο φθηνό δανεισμό από την ΕΚΤ, αλλά κυρίως επενδυτικά χαρτοφυλάκια, που θα ήθελαν πολύ υψηλότερη απόδοση.

Θα μπορούσε, λοιπόν, το Δημόσιο να ανοίξει μια «γραμμή» φθηνού δανεισμού από τις ελληνικές τράπεζες και να καλύπτει τις ανάγκες του με κόστος πολύ χαμηλότερο από αυτό που θα όριζε η αγορά ομολόγων; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανώς αρνητική, καθώς πρόκειται για μια πρακτική οριακά αποδεκτή από την ΕΚΤ, που θα προκαλούσε την αντίδρασή της, εάν γενικευόταν στην Ελλάδα, ή σε άλλες χώρες της ευρωζώνης: τα δάνεια αρνητικού επιτοκίου μπορεί να διευκολύνουν και τις κυβερνήσεις να διατηρούν χαμηλό το κόστος δανεισμού τους, επειδή οι τράπεζες ανακυκλώνουν μέρος αυτής της ρευστότητας στις αγορές ομολόγων, όμως δεν μπορεί να γίνει ανεκτό να μετατραπούν οι τράπεζες σε υποκατάστατο της αγοράς ομολόγων και να μεταφέρουν στις κυβερνήσεις τα φθηνά δανεικά από την ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα θύμιζε έντονα την απαγορευμένη… δια ροπάλου στην ευρωζώνη νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνήσεων και θα δημιουργούσε μεγάλες στρεβλώσεις, αφού ο δανεισμός θα γινόταν εκτός αγοράς και με υπερβολικά χαμηλό κόστος.

Σε κάθε περίπτωση, για μια «στριμωγμένη» κυβέρνηση, όπως η ελληνική, που αντιμετωπίζει «έκρηξη» χρηματοδοτικών αναγκών λόγω πανδημίας, η άντληση 2 δισ. με δάνειο 30 ετών και κόστος μόλις 1,50% δεν παύει να είναι μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη.



Πηγή