Πώς προέκυψαν οι «καρνάβαλοι»
Το Τριώδιο, που είναι και η περίοδος της Αποκριάς, διαρκεί 3 εβδομάδες και προηγείται της Μεγάλης Σαρακοστής , που ακολουθεί.
Η πρώτη εβδομάδα της αποκριάς λέγεται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή, σε παλιότερα χρόνια κάποιος από ένα μέρος ψηλό προφωνούσε, δηλαδή διαλαλούσε ότι αρχίζει η περίοδος της Αποκριάς. Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται κρεατινή ή ολόκριγια, επειδή κατά τη διάρκειά της δε νηστεύουμε. Τέλος, η τρίτη εβδομάδα λέγεται τυρινή, επειδή κατά τη διάρκειά της, το κύριο καρύκευμα των φαγητών είναι το τυρί.
Η αρχή του Τριωδίου, ήτοι και της αποκριάς, γίνεται κυρίως αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέμπτη. Είναι η ημέρα που καθένας «θα τσικνώσει τη γωνιά του», όπως λένε, δηλαδή κάτι θα ψήσει και η τσίκνα από το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο θα μοσχοβολήσει τον αέρα.
Οι μεταμφιέσεις, τις οποίες γνωρίσαμε ήδη κατά τις γιορτές του Δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα) σε ορισμένα μόνο μέρη της Β. Ελλάδας και του Πόντου – και εκεί σαν έθιμο που σβήνει- τις Αποκριές συναντώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να φαίνονται ως το κύριο γνώρισμά τους. Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο: κουδουνάτοι, καμουζέλες, μούσκαροι – αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale. Κατά τον E. Fehrle, η λέξη προέρχεται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας, carne levare = κρέας έχε γεια και σημαίνει τη διακοπή της κρεατοφαγίας.
Οι γιορτές και οι μεταμφιέσεις θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία, αλλά στην πραγματικότητα όλα είναι αρχαιότερα από τον Διόνυσο! Είναι πράξεις της θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών, οι οποίοι ζητούσαν με τρόπους μαγείας να επενεργήσουν στη βλάστηση των αγρών, να ενισχύσουν τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη, προτού ακόμη η δύναμη αυτή εξατομικευθεί στη φαντασία τους και γίνει θεός Φαλλήν ή Διόνυσος ή κάποιος άλλος θεός της βλάστησης.
Όπως προαναφέρεται, ο Ελληνικός λαός αποκρεύει, δηλαδή παύει να τρώει κρέας μετά το φαγητό της Κυριακής της δεύτερης εβδομάδας, της λεγόμενης Κρεατινής. Αλλά η καθαυτό Αποκριά με τα πολλά της έθιμα είναι η τελευταία Κυριακή της Τυροφάγου. Όταν φτάσει η Κυριακή αυτή, εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, οι μεταμφιέσεις και οι χοροί. Η ημέρα όλη περνά με την κίνηση των μασκαράδων, με τις επισκέψεις και το φαγοπότι. Το γενικό θόρυβο επιτείνουν οι εκπυρσοκροτήσεις των κροτίδων και ρουκετών, που σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας από παλιά συνήθιζαν να πετούν στον αέρα.
Όταν πάλι αρχίζει να νυχτώνει, τότε ανάβονται στις πλατείες των χωριών ή τους δρόμους των πόλεων φωτιές (φανοί, κλαδαριές, μπουμπούνες, καψαλιές), γύρω από τις οποίες οι άνθρωποι τραγουδούν και χορεύουν. Τη δύναμη και την ιερότητα που ο λαός αποδίδει στις ανοιξιάτικες φωτιές μάς δείχνει και το όνομα που αυτές έχουν σε μερικούς τόπους. Έτσι, στο Ζαγόρι της Ηπείρου η μεγάλη φωτιά, που ανάβεται μετά το δείπνο της Κυριακής της Τυροφάγου, ονομάζεται Καλολόγος.
Η Καθαρή Δευτέρα είναι η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, γι’ αυτό λέγεται και πρωτονήστιμη Δευτέρα και Αρχιδευτέρα. Λέγεται Καθαρή, επειδή από το πρωί της ημέρας αυτής κάθε νοικοκυρά ασχολείται με το να καθαρίσει τα μαγειρικά της σκεύη από τα λίπη. Κανένας κανόνας δεν απαγορεύει το κρασί. Αυτό λοιπόν με λίγες ελιές, ταραμά και φρέσκα κρεμμυδάκια και με το απόθεμα της ευτυχίας που διατηρείται από την προηγούμενη μέρα, αρκεί ώστε και η μέρα αυτή να μην υστερεί σε κέφι από τις ημέρες της Αποκριάς, με τη διαφορά ότι αλλάζει η σκηνή και όλοι, οι μεγάλοι με τα νηστίσιμα φαγητά που έχουν ετοιμάσει, οι μικροί με τους χαρταετούς πηγαίνουν στην εξοχή για να κάνουν τα κούλουμα.
Πηγή: Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, εκδ. Οδυσσέας