Προϋπολογισμός 2021: Ύφεση 10,5% φέτος και ανάπτυξη με ρυθμό 4,8% προβλέπει το σχέδιο
Aλλά και οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προϋπολογισμού αποτυπώνουν τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης πάνω στα δημόσια έσοδα και στις δημόσιες δαπάνες.
Ειδικότερα, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης το 2021 σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού 2021 αναμένεται να παρουσιάσει έλλειμμα 11,5 δισ. ευρώ, έναντι πρόβλεψης ελλείμματος περίπου 7 δισ. ευρώ που είχε αποτυπωθεί στο προσχέδιο. Αυτή η διαφορά προκύπτει κυρίως από τις μειωμένες εισπράξεις από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές κατά 2,3 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της χαμηλότερης πρόβλεψης αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά και τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Το στίγμα της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής πολιτικής συνεχίζει να δείχνει την κυβερνητική προτεραιότητα για βαθμιαία δημοσιονομική σταθεροποίηση. Το σχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπει σημαντική αύξηση των εσόδων, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης οικονομικής μεγέθυνσης και της αύξησης της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού αναμένεται να ανέλθουν σε 47,83 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,571 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020 (+8,1%). Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων από το ΦΠΑ (+2,46 δισ. ευρώ), τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (+139 εκατ. ευρώ), τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων (+163 εκατ. ευρώ) και νομικών προσώπων (+830 εκατ. ευρώ). Η σταδιακή αποπληρωμή μέρους των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που είχαν ανασταλεί κατά το 2020 θα συνεισφέρει στα έσοδα 224 εκατ. ευρώ.
Επίσης, προβλέπεται αύξηση κατά 709 εκατ. ευρώ (+3,5%) των εσόδων των ΟΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές, λόγω αύξησης της απασχόλησης. Εκτιμούμε ότι μπορούν να εγερθούν ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την έκταση των προαναφερόμενων αυξήσεων.
Οι συνολικές δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2021 προβλέπεται να διαμορφωθούν στα 67,184 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 2,148 δισ. ευρώ σε σχέση με εκτιμώμενο ύψος τους για το 2020. Η μείωση αυτή ουσιαστικά προκαλείται από τη μεγάλη μείωση του λογαριασμού «μεταβιβάσεις» κατά 5,756 δισ. ευρώ και αφορά σε χαμηλότερες δαπάνες αντιμετώπισης της πανδημίας λόγω της αναμενόμενης ύφεσης του υγειονομικού φαινομένου, καθώς και στην εφάπαξ καταβολή ύψους 1,4 δισ. ευρώ για τα αναδρομικά των συνταξιούχων που έλαβε χώρα το 2020. Οι δαπάνες που αφορούν στην αντιμετώπιση της πανδημίας το 2021 είναι της τάξης των 2,500 δισ. ευρώ και συμπεριλαμβάνονται στο λογαριασμό «μεταβιβάσεις».
Επιπλέον, 3 δισ. ευρώ συμπεριλαμβάνονται στον λογαριασμό «πιστώσεις υπό κατανομή» και θα εκταμιευθούν, εφόσον απαιτηθεί. Αφορούν δηλαδή σε πρόβλεψη η οποία μπορεί να μην υλοποιηθεί αν η επιδημία καταγράψει σημαντική ύφεση το 2021.
Όπως αποφάσισε η διάσκεψη των προέδρων της Βουλής η συζήτηση του Προϋπολογισμού 2021 θα γίνει σε 4 συνεδριάσεις στην Επιτροπή στις 24,25 και 26 Νοεμβρίου και η συζήτηση στην Ολομέλεια θα ξεκινήσει στις 11 Δεκεμβρίου και θα ολοκληρωθεί στις 15 Δεκεμβρίου.
Τί δήλωσαν Σταϊκούρας – Σκυλακάκης
Καταθέτοντάς το σχέδιο προϋπολογισμού 2021 ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης δήλωσαν τα εξής:
«Καταθέτουμε προς συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων τον Κρατικό Προϋπολογισμό του έτους 2021, σε μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες και η παγκόσμια οικονομία συνεχίζουν να δοκιμάζονται από τη σοβαρότερη υγειονομική κρίση της τελευταίας εκατονταετίας και τη -συνεπακόλουθη- χειρότερη ετήσια παγκόσμια ύφεση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο προϋπολογισμός του 2021 καταρτίζεται, δυστυχώς, υπό παράδοξες και εξαιρετικά αντίξοες συν-θήκες και υπό το καθεστώς μεγάλης αβεβαιότητας, που συνεπάγεται η ευμετάβλητη πιθανολόγηση του τελικού χρόνου λήξης της πανδημίας σε διεθνές επίπεδο, αλλά και των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία από ενδεχόμενες αποφάσεις υγειονομικού χαρακτήρα στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι η παγκόσμια οικονομία να επιστρέψει σε τροχιά κανονικότητας, σημαντικής ανάταξης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Η εγγενής αυτή αβεβαιότητα και οι μεταφερόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της ύφεσης το επόμενο έτος, οδήγησαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στην απόφαση να ισχύσει, και το 2021, στα δημοσιονομικά των χωρών μελών της ευρωζώνης, η γενική ρήτρα διαφυγής. Απόφαση που έχει ως στόχο να προφυλαχθεί, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, από τις επιπτώσεις της πανδημίας ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός και να μην παρεμποδιστεί η σημαντική ανάκαμψη που, σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται για το επόμενο έτος. Στο πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά και είναι κατά τάξεις μεγέθους μικρότερα από αυτά με τα οποία δανειζόταν η προηγούμενη Κυβέρνηση. Διαπίστωση που αφορά τόσο το διάστημα πριν ξεκινήσει η πανδημία όσο και τα επιτόκια όπως έχουν σήμερα διαμορφωθεί.
Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν στον προϋπολογισμό του 2021 οι ευρωπαϊκοί πόροι που η χώρα διασφάλισε στη διαπραγμάτευση του Ιουλίου του 2020 και θα αρχίσουν να εισρέουν το 2021 στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης και του React EU. Η ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας για το 2021, λαμβάνοντας υπόψη την ενίσχυση της ανάκαμψης μέσω της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, αλλά και τις επιπτώσεις του δεύτερου κύματος της πανδημίας, που έχουν σοβαρή επίπτωση εκ μεταφοράς και στο 2021 (carry-over), εκτιμάται σε 4,8%. Υλοποιείται δηλαδή το δυσμενές σενάριο που προέβλεπε το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2021, το οποίο κατατέ-θηκε τον περασμένο Οκτώβριο.
Η ανάκαμψη η οποία προβλέπεται για το 2021 διευκολύνεται από τα μέτρα μείωσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και ενθάρρυνσης της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2021. Μέτρα που αφορούν -μεταξύ άλλων- στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις μονάδες από την 1.1.2021, στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα που προέρχονται από ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και στη δυνατότητα προσλήψεων χωρίς ασφαλιστικές εισφορές για έξι μήνες και υπό ελάχιστες γραφειοκρατικές προϋποθέσεις, η οποία ήδη ξεκίνησε από την 1η Οκτωβρίου του 2020.
Η ανάκαμψη διευκολύνεται επίσης από τα εκτεταμένα και στοχευμένα, αλλά συνετά μέτρα στήριξης του 2020, που έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις και το 2021, αλλά και από επιπλέον μέτρα ύψους 3 δισ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί ως ειδικό αποθεματικό το 2021 για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Το συνολικό ύψος των μέτρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας αναμένεται να αγγίξει τα 31,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 23,9 δισ. ευρώ αφορούν το έτος 2020 και τα 7,5 δισ. ευρώ το έτος 2021.
Τα ανωτέρω δημοσιονομικά μέτρα αλλά και οι συνέπειες της ύφεσης του 2020 οδηγούν σε πρόβλεψη πρωτογενούς ελλείμματος ύψους 3,88% του ΑΕΠ για το 2021, ποσοστό που συνδυάζει τη συνέχιση της επιβαλλόμενης από τις περιστάσεις επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής με την, α-ναγκαία όμως, σύνεση που απαιτεί η διασφάλιση της μακροχρόνιας ισορροπίας της Ελληνικής οικονομίας.
Ο προϋπολογισμός του 2021, εκ της φύσεώς του αλλά και λόγω των υποχρεώσεων όλων των χωρών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, για τον ταχύτατο ηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών και οι παράλληλες μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζουν τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, σε συνδυασμό με τη συνολική πολιτική της κυβέρνησης για την ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, που ενισχύεται σημαντικά και από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένεται ότι θα δημιουργήσουν μόνιμο δημοσιονομικό χώρο από το 2022 και εντεύθεν.
Η δυναμική ανάκαμψη θα επιτρέψει, μετά τη λήξη της πανδημίας, η Ελλάδα να βελτιώσει τα δημοσιονομικά μεγέθη της το 2021, και να εισέλθει στη συνέχεια, με τη βοήθεια των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται και θα υλοποιηθούν, σε τροχιά μείωσης του επενδυτικού κενού, περιορισμού της ανεργίας και μείωσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και εισόδου σε έναν ενάρετο μακροχρόνιο κύκλο δημοσιονομικής ευστάθειας, υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και πράσινης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενης κοινωνικής ευημερίας.