Προϋπόθεση για να «τρέξει» η οικονομία η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος
Υψιστη προτεραιότητα χαρακτηρίζει το ΔΝΤ την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, σημειώνοντας ότι «οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Το ελληνικό Δημόσιο, όπως εξηγεί το Ταμείο, παραμένει εκτεθειμένο σε σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους σχετικούς με τις τράπεζες, καθώς όπως τονίζει, τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν αναγνωρίσει υποχρεώσεις όπως αναβαλλόμενη φορολογία ύψους 17 δισ. ευρώ σε σχέση με την αξία των συμμετοχών του Δημοσίου στις τράπεζες που είναι λίγο πάνω από 5 δισ. ευρώ.
Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της προσεκτικής αξιολόγησης οποιασδήποτε περαιτέρω κυβερνητικής στήριξης, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την επιστροφή του χρηματοπιστωτικού τομέα στην πλήρη υγεία, σημειώνει στην έκθεσή του το Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι όποια μορφή δημόσιας στήριξης, πέραν του σχεδίου «Ηρακλής», θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά και να αποτελέσει αντικείμενο μιας δυναμικής ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών, επισημαίνει το Ταμείο.
Η ανάλυση του ΔΝΤ συνοδεύεται από στοιχεία για τη δημοσιονομική στήριξη των τραπεζών την τελευταία δεκαετία, σημειώνοντας πως ο συνολικός αντίκτυπος στο δημόσιο χρέος από την κυβερνητική οικονομική στήριξη προς τις ελληνικές τράπεζες ήταν κοντά στο ένα τέταρτο (25%) του ΑΕΠ του 2018.
Στην αναφορά του στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών μεταξύ 2008-2018, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δαπάνησαν περίπου 57 δισ. ευρώ (ακαθάριστα) για την υποστήριξη των τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ επιπλέον περίπου 28 δισ. ευρώ στήριξης προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα. Από τη δημόσια στήριξη των 57 δισ. ευρώ, περίπου 7 δισ. ευρώ επιστράφηκαν ή ανακτήθηκαν μέσω εκκαθαρίσεων. Τα δε καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού από όλες τις μορφές χρηματοδοτικής στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ανήλθαν σε περίπου 5 δισ. ευρώ. Αν αθροιστούν τα σχετικά ποσά ανάκτησης και κερδών, τότε η καθαρή ζημία από ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών διαμορφώνεται σε 45 δισ. ευρώ και, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κυβερνητικές παρεμβάσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.