Πυκνώνουν τα σύννεφα ενός πυρηνικού πολέμου Ρωσίας – Δύσης
Η απειλή γενικευμένου πυρηνικού πολέμου πλανάται και πάλι πάνω από την Ευρώπη.
Ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας και πρώην πρόεδρος της χώρας Ντμίτρι Μεντβέντεφ απάντησε στην άδεια που έδωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Κίεβο να χρησιμοποιήσει δικά της όπλα για στόχους εντός της Ρωσίας.
«Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ουκρανία ήρθε σε εμάς και ζήτησε την άδεια χρήσης όπλων που παρέχουμε για την άμυνα έναντι αυτής της επιθετικότητας, συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών δυνάμεων που συγκεντρώνονται στη ρωσική πλευρά των συνόρων και στη συνέχεια επιτίθενται στην Ουκρανία. Και αυτό πήγε κατευθείαν στον Πρόεδρο», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν.
Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ είπε ότι η σύγκρουση της Μόσχας με τη Δύση δεν εξελίσσεται καλά και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί κλιμάκωσή της στο τελικό στάδιο.
Η σφοδρή επίθεση εναντίον του Χαρκόβου από ρωσικό έδαφος οδηγεί τη Δύση να αναθεωρήσει την τακτική της.
Η Ουκρανία μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει αμερικανικά όπλα για να καταρρίψει ρωσικούς πυραύλους με στόχο το Χάρκοβο και να πλήξει μονάδες που συγκεντρώνονται μέσα στα ρωσικά σύνορα κοντά στην πόλη.
Ωστόσο, τα αμερικανικά όπλα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να πλήξουν πολιτικές υποδομές.
«Η Ουκρανία συνεχίζει να αγωνίζεται γενναία, αλλά οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι μεγαλύτερες και αυξάνονται. Η Ουκρανία μπορεί ακόμα να επικρατήσει, αλλά μόνο με συνεχή, ισχυρή υποστήριξη από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ», είπε ο γ.γ. ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, έχει ταχθεί υπέρ της χρήσης δυτικών όπλων σε ρωσικό έδαφος και ήδη έχει δηλώσει πως θα στείλει Γάλλους εκπαιδευτές στην Ουκρανία.
Η Γερμανία επίσης επιτρέπει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει δικά της όπλα εναντίον ρωσικών στόχων.
Η Δανία στέλνει το καλοκαίρι στο Κίεβο μαχητικά F-16 και παρέχει την άδεια να χτυπήσουν στόχους ακόμα και σε ρωσικό έδαφος.
Τέλος, το Κίεβο με πρόσφατο νόμο, προτείνει συμφωνία σε φυλακισμένους να πολεμήσουν στο μέτωπο μέχρι το τέλος του πολέμου για να τους χαριστεί το υπόλοιπο της ποινής τους.
Ήδη, πάνω από 5.000 φυλακισμένοι έχουν υποβάλλει αίτηση στρατολόγησης.