Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ο δήμαρχος που έγινε «δικτάτορας»

Μέσα Μαρτίου του 2018 η «Washington Post», δημοσιεύει ένα μακροσκελές κείμενο υπό τον τίτλο «Ο Ερντογάν μετατρέπει την Τουρκία σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς». Σε αυτό, η παλαιότερη εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας και μια από τις κυκλοφοριακά μεγαλύτερες στον κόσμο, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο πρόεδρος της γειτονικής μας χώρας κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να μετατρέψει μια προβληματική δημοκρατία σε δικτατορία.

Οδήγησε στη φυλακή πολιτικούς του αντιπάλους, ποινικοποίησε την ελευθερία έκφρασης, μετέτρεψε τη χρήση του Twitter σε έγκλημα και οδήγησε δεκάδες δημοσιογράφους σε σωφρονιστικά καταστήματα με απαράδεκτες συνθήκες καταπατώντας κάθε έννοια ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Bαθμηδόν αλλά αμείλικτα, ένα έθνος που φιλοδοξούσε κάποτε να γίνει πρότυπο πεφωτισμένης μετριοπάθειας μεταμορφώνεται από τον κ. Ερντογάν σε μια θλιβερή φυλακή ολοκληρωτισμού» επεσήμαινε χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος.

Ένας απρόβλεπτος «σουλτάνος»

Ο 66χρονος Ερντογάν είναι ο πιο αινιγματικός πολιτικός που αναδύθηκε στην 97χρονη ιστορία της Τουρκίας. Είναι ταυτόχρονα αυταρχικός και πατρικός, πολωτικός και δημοφιλής, προβλέψιμος και ασαφής. Μια φορά είχε αρπάξει από τα χέρια πολιτών τα τσιγάρα προκειμένου να τους πείσει να κόψουν το κάπνισμα ενώ το 2009 είχε αποχωρήσει θυμωμένος από το πάνελ του Ετήσιου Οικονομικού Φόρουμ που διεξαγόταν στο Νταβός της Ελβετίας μετά από έντονη φραστική αντιπαράθεση με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες.

Από την άλλη όμως είχε την υπομονή να περιμένει 16 χρόνια μέχρι να σφυρηλατήσει την επονομαζόμενη «νέα Τουρκία», μια χώρα οικονομικά αυτάρκη και αυτοδύναμη (τουλάχιστον τον πρώτο καιρό), με περιθωριοποιημένη αντιπολίτευση και ελεγχόμενο Τύπο, που αύξανε την επιρροή στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και εμπλεκόταν ευρύτερα σε συγκρούσεις διακεκαυμένων περιοχών όπως είναι η Συρία και το Βόρειο Ιράκ, απομακρυνόμενος συνειδητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εν μέρει από το δόγμα του Συμφώνου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Πως έφθασε όμως στο σημείο να χαρακτηρίζεται «παρανοϊκός δικτάτορας» ακόμη και από συμπατριώτες του όπως ο μπασκετμπολίστας των Boston Celtics Ενές Καντέρ που ζει εδώ και χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς είναι καταζητούμενος τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του από το τουρκικό καθεστώς;

Πουλούσε κουλούρια και λεμονάδες

Ο Ερντογάν γεννήθηκε 26 Φεβρουαρίου του 1954 στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα με τα μαθήματα του σε μία από τις θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναγκαζόταν να απασχολείται κάνοντας διάφορες δουλειές στο δρόμο προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα για εκείνο και την οικογένειά του. Μεταξύ άλλων, πουλούσε κουλούρια και λεμονάδες.

Στα νιάτα του όμως υπήρξε και ποδοσφαιριστής. Ξεκίνησε από την τοπική ομάδα Κασίμπασα Σπορ Κουλουμπού της Κωνσταντινούπολης όπου μεγάλωσε, και σύμφωνα με τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης η Φενέρμπαχτσέ ήθελε να του προτείνει συμβόλαιο αλλά δεν τον άφησε ο πατέρας του. Έτσι για την ιστορία, σήμερα το γήπεδο της Κασίσμπασα φέρει το όνομά του (Recep Tayyip Erdoğan Stadium).

Η ενασχόληση με την πολιτική

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων (σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, πόλη της Καππαδοκίας) εγγράφεται στην αντι-κομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση και αργότερα γίνεται μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Τον Σεπτέμβριο του 1980 πραγματοποιείται στην Τουρκία μια ακόμη στρατιωτική επέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν ανατρέπει πραξικοπηματικά την κυβέρνηση του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Εκείνη την εποχή στην αντιπολίτευση βρισκόταν ο Νετσμεττίν Ερμπακάν (τον οποίο υποστήριζε ο Ερντογάν) που συνελήφθη και κρατήθηκε έγκλειστος στη Σμύρνη. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα φυλακιστεί και «επισήμως» με την κατηγορία της δράσεως εναντίον της εκκοσικεύσεως του κράτους που αποτελεί μια από τις αρχές του Ατατουρκισμού.

Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης ετών 40

Μετά το πέρας του πραξικοπήματος ο Ερντογάν ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε και στο τοπικό συμβούλιο του δημοτικού διαμερίσματος Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης. Θα ασχοληθεί ακόμη πιο ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση και τον Μάρτιο του 1994 θα εκλεγεί δήμαρχος Κωνσταντινούπολης με το ισχνό ποσοστό του 25,19%. Τότε ήταν μόλις 40 ετών και ανερχόμενο στέλεχος του κόμματος των ισλαμιστών. Λένε πως όποιος κερδίζει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει αργότερα και την Τουρκία, οπότε επόμενο ήταν αρκετοί να προεξοφλούν ότι ο Ταγίπ θα ήταν ο διάδοχος του Νετσμεττίν Ερμπακάν, που είναι αναλάβει την πρωθυπουργία την περίοδο 1996 – 1997.

Στη φυλακή επειδή απήγγειλε απαγορευμένους στίχους

Τον Απρίλιο του 1998 όμως ο δήμαρχος Ερντογάν θα καταδικαστεί σε φυλάκιση 10 μηνών. Το αδίκημα ήταν πως τέσσερις μήνες νωρίτερα, εκφωνώντας ομιλία στη Σύρτη, είχε απαγγείλει ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή του 3ου αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ που υποδαύλιζε το θρησκευτικό και πολιτικός μισός. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας / οι θόλοι είναι τα κράνη μας / οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας / και οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας» ανέφερε ένας από τους χαρακτηριστικότερους στίχους. Εξωθείται σε παραίτηση από το δημαρχιακό αξίωμα και του αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα για όσο διάστημα διαρκεί η ποινή του.

Ο επόμενος μεγάλος πολιτικός σταθμός θα έχει με τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 2ας Νοεμβρίου 2002, τις οποίες κερδίζει ως επικεφαλής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Ο ίδιος όμως δεν μπόρεσε να είναι υποψήφιος βουλευτής γιατί παρέμενε σε ισχύ η αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Έτσι, στις 18 Νοεμβρίου 2002 ορίστηκε αρχικά πρωθυπουργός ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ, που παρέμεινε στην προεδρία της κυβέρνησης για τέσσερις μήνες μέχρι ο Ερντογάν να εκλεγεί τον Μάρτιο του 2003 στο Κοινοβούλιο μέσω επαναληπτικών εκλογών που διεξήχθησαν στη Σύρτη, ώστε να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία.

Οι (αρχικά αγαστές) σχέσεις του με τους Έλληνες πρωθυπουργούς

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 17 Νοεμβρίου 2002, μια ημέρα δηλαδή πριν ο Γκιουλ ορκιστεί πρωθυπουργός, ο Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Οι συνομιλίες των δύο ανδρών αφορούσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό καθώς εκείνη την περίοδο συζητούνταν το σχέδιο Ανάν για την επίλυση του μείζονος σημασίας εθνικού θέματος. Στόχος του μετέπειτα «σουλτάνου» ήταν να να διασκεδάσει τους φόβους της Ευρώπης για τη νίκη ισλαμικού κόμματος σε μια χώρα που επιδίωκε να γίνει μέλος της Ένωσης. Ο κ. Σημίτης ήταν διατεθειμένος να συμβάλει σε αυτό, επιδιώκοντας ως αντάλλαγμα το να μην δημιουργήσει η Άγκυρα προβλήματα στην πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή δεν είχε λυθεί ακόμη το Κυπριακό και να διευθετηθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – άσχετα εάν ματαιώθηκε αυτό αργότερα.

Η ελληνοτουρκική προσέγγιση θα συνεχιστεί τόσο με τον Κώστα Καραμανλή (που τον Ιούλιο του 2004 ήταν μάρτυρας στον πολιτικό γάμο της μεγαλύτερης κόρης του Ερντογάν, Εσρά), όσο και με τον Γιώργο Παπανδρέου. Στο μεσοδιάστημα ο ηγέτης της γείτονος έχει καταφέρει να ξανακερδίσει τις εθνικές εκλογές (της 22ας Ιουλίου 2007) αποσπώντας το 46,54% των ψήφων.

Αναμφίβολα, την πρώτη δεκαετία της εξουσίας του ο Τούρκος πρόεδρος επεδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με τη χώρα μας. Η ερμηνεία που δίνεται πάντως είναι ότι ως ισλαμιστής, δεν μπορούσε να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό τον στρατό και το βαθύ κράτος. Μια λανθασμένη κίνηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή του εκ των έσω. Συν τοις άλλοις ήθελε να δείξει ένα καλό πρόσωπο προς τα έξω, καθώς επεδίωκε την ένταξη της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση – αργότερα θα άλλαζε γνώμη.

Το πραξικόπημα του 2016 που τον μετέτρεψε σε «δικτάτορα»

Η μεταστροφή που θα τον μετατρέψει σε «δικτάτορα» θα ξεκινήσει με το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Εκείνο το βράδυ ένα τμήμα του στρατού έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης. Συνολικά 265 άτομα θα χάσουν τη ζωή τους και πολλά περισσότερα θα τραυματιστούν. Στην Άγκυρα , το τουρκικό Κοινοβούλιο και το Προεδρικό Μέγαρο βομβαρδίστηκαν ενώ οι πραξικοπηματίες φέρεται ότι προσπάθησαν να συλλάβουν τον Ερντογάν, ο οποίος εκείνη την ημέρα ήταν σε ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μέσω βιντεοκλήσης από το κινητό του τηλέφωνο μίλησε στην τηλεόραση και κάλεσε το λαό να μην υπακούσει τους πραξικοπηματίες, την ώρα που στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση αναλάμβαναν σταδιακά τον έλεγχο. Ο Ερντογάν θα κατηγορήσει ως υπαίτιο τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έναν ιμάμη και συγγραφέα που παλαιότερα ήταν σύμμαχός του. Παράλληλα θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνωμότησαν εναντίον του.

«Ξήλωσε» από αξιωματικούς και δικαστικούς, μέχρι… διαιτητές

Ακόμη και σήμερα προκαλούνται ερωτηματικά αναφορικά με αυτό το πραξικόπημα με τα σενάρια να κάνουν λόγο ακόμη και για ενορχήστρωσή του από τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο. Το βέβαιο είναι ότι μετά απ’ αυτό ο Ερντογάν ισχυροποιήθηκε, βρίσκοντας την ευκαιρία να οδηγήσει στη φυλακή πολιτικούς του αντιπάλους, να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις του στρατεύματος και να απολύσει χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους που θεωρούσε ότι είχαν με κάποιο τρόπο ανάμειξη στις άνομες ενέργειες εναντίον του.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέχρι τις 19 Ιουλίου είχαν συλληφθεί ή αποταχθεί 20.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, και δικαστικοί υπάλληλοι, απαγόρευσε τη θρησκευτική τελετή στις κηδείες των νεκρών πραξικοπηματιών και τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών που θεώρησε πως πρόσκεινται στους υπαίτιους της παρ’ ολίγον δικτατορίας, απέλυσε 15.000 υπαλλήλους του υπουργείου παιδείας (ανάμεσα τους και 1.577 πρυτάνεις πανεπιστημίων) και ακύρωσε τις άδειες 21.000 ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι διώξεις είχαν επεκταθεί ακόμη και στους… διαιτητές του ποδοσφαίρου. Στη Δύση όλο και περισσότεροι αρχίζουν να κάνουν ανοικτά λόγο για σκηνοθετημένη απόπειρα πραξικοπήματος που είχε ως στόχο την ενίσχυση της απολυταρχίας του Ερντογάν.

Ο πρωτόγνωρος συγκεντρωτισμός εξουσίας και το υπερπολυτελές παλάτι των 1.000 δωματίων

Με το συνταγματικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017, το γραφείο πρωθυπουργού στην Τουρκία καταργείται και όλες οι εξουσίες περνάνε στον πρόεδρο της χώρας. Όλα τα ανώτατα πολιτειακά αξιώματα ήταν πλέον συγκεντρωμένα στο πρόσωπό του. Πριν ακόμη κερδίσει τις προεδρικές εκλογές της 24ης Ιουνίου 2018 αρχίζει να θέτει ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, κάνει λόγο για «Γαλάζια Πατρίδα» και κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας που καταπατούνται, υπόσχεται επέκταση των εδαφών και ζει πλέον σε ένα προεδρικό παλάτι, που η ανέγερσή του στοίχισε μισό δισεκατομμύριο ευρώ, καθώς διαθέτει πάνω από 1.000 δωμάτια και έχει έκταση 300.000 τετραγωνικών μέτρων. Η πολυτέλειά του ξεπερνά κάθε φαντασία. «Πρόκειται για σύμβολο της αυξανόμενης ισχύος της Τουρκίας στην περιοχή» θα δικαιολογηθεί.

Ο Ταγίπ Ερντογάν οραματίζεται να γίνει ο «νέος Κεμάλ Ατατούρκ» και ως ορόσημο έχε θέσει τώρα τις προεδρικές εκλογές του 2023, που συμπίπτουν με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του τουρκικού κράτους που προέκυψε μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Μέχρι τότε φαντάζεται ότι θα έχει καταφέρει να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη χώρα του και πως θα γιορτάζει την επέτειο με φαραωνικού μεγέθους εθνικές και εθνικιστικές εκδηλώσεις. Για να τα καταφέρει όμως θα πρέπει να υπερβεί την πολιτική φθορά που έχει υποστεί και να σταματήσει την κατρακύλα της τουρκικής λίρας και εν γένει της οικονομίας, κάτι που μόνο εύκολο δεν φαντάζει.

Πηγή