Σε ποια σημεία του σχεδίου συμφωνούν Γερμανία και Γαλλία και πού διαφωνούν


Σύμφωνα με τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η «Κ», Γερμανία και Γαλλία συμφωνούν στη χρήση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) χωρίς ιδιαίτερα απαιτητικούς όρους – κάτι το οποίο είπαν χθες και οι υπουργοί Οικονομικών Γερμανίας και Γαλλίας, Ολαφ Σολτς και Μπρινό Λε Μερ, αντιστοίχως.

Τα – σημαντικά– σημεία σύγκλισης αλλά και απόκλισης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας σχετικά με τα εργαλεία διαχείρισης της νέας οικονομικής κρίσης αποτυπώνονται στα non-papers των δύο χωρών ενόψει της κρίσιμης τηλεδιάσκεψης του Eurogroup την προσεχή Τρίτη. Η πιο σημαντική διαφορά αφορά το Ταμείο, με τη δυνατότητα έκδοσης ευρωομολόγων, που έχει προτείνει το Παρίσι για την επόμενη μέρα – το οποίο το Βερολίνο δεν είναι έτοιμο να υιοθετήσει.

Ο ESM

Σύμφωνα με τα έγγραφα, που βρίσκονται στη διάθεση της «Κ», οι δύο χώρες συμφωνούν στη χρήση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) χωρίς ιδιαίτερα απαιτητικούς όρους – κάτι το οποίο είπαν χθες σε δημόσιες δηλώσεις τους και οι δύο υπουργοί Οικονομικών (Λε Μερ και Σολτζ). Συγκεκριμένα, το γερμανικό non-paper αναφέρει ότι «αν χρειαστεί» θα επιστρατευθεί ο ESM «ως δίχτυ ασφαλείας για τα κράτη-μέλη των οποίων η χρηματοοικονομική ισχύς θα μπορούσε να αμφισβητηθεί». Θα γίνει χρήση όλης της ευελιξίας που παρέχει το καταστατικό του Μηχανισμού «για να αποφύγουμε στον βαθμό του εφικτού την αυστηρή μακροοικονομική αιρεσιμότητα» στην παροχή της πιστωτικής γραμμής. Οι βασικοί όροι θα είναι οι πόροι να εστιάσουν στην άμβλυνση των συνεπειών της πανδημίας. Οι όροι «δεν θα τεθούν ατομικά για κάθε χώρα, αλλά για όλες τις χώρες του ευρώ […], από κοινού και εκ των προτέρων». Η γερμανική πλευρά επιμένει στο 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας ως ανώτατο όριο των προγραμμάτων και σημειώνει ότι η προσφυγή στον ESM «επί της αρχής θα δημιουργούσε πρόσβαση στο πρόγραμμα OMT της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας». 

Το γαλλικό έγγραφο αναφέρεται κι αυτό σε «τυποποιημένο μνημόνιο» που «δεν θα δημιουργεί στίγμα για καμία χώρα», με την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους να λαμβάνει χώρα στο αρχικό στάδιο που κρίνεται η παροχή της πιστωτικής γραμμής. Το συνολικό μέγεθος «πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο», φτάνοντας «τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης» (περίπου 240 δισ. ευρώ). Η διάρκεια των δανείων «πρέπει να φτάνει ώς τα 10 έτη».

Στήριξη μικρομεσαίων

Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, η Γερμανία προτείνει «πόρους εγγύησης πιστώσεων» ώς και 50 δισ. για τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για την υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος, πέρα από τις εγγυήσεις του κοινοτικού προϋπολογισμού, η γερμανική πλευρά δηλώνει έτοιμη «να εξετάσει επιπρόσθετες διμερείς εγγυήσεις προς την ΕΤΕπ αν κριθούν αναγκαίες».

Το Παρίσι προτείνει, μέσω ενός ταμείου εγγυήσεων 25 δισ. ευρώ, να κινητοποιήσει δανειακούς πόρους ύψους 200 και πλέον δισ. ευρώ, για «μικρομεσαίες, μεσαίου μεγέθους και μεγάλες επιχειρήσεις». Το γαλλικό non-paper προσθέτει ότι «μία ανακεφαλαιοποίηση της ΕΤΕπ θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για να αυξηθεί η δύναμη πυρός της».

Η ενίσχυση της απασχόλησης

Τέλος, διαφορετική είναι η προσέγγιση στο ζήτημα της επιδότησης της εργασίας και του προγράμματος SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με δάνεια 100 δισ. προς τα κράτη-μέλη για τον σκοπό αυτό. Οι Γερμανοί σημειώνουν ότι θα εξετάσουν το σχέδιο της Επιτροπής με σκοπό «να ληφθεί η απόφαση επ’ αυτού κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου» (σ.σ.: δεύτερο εξάμηνο του 2020). Οι Γάλλοι αναφέρονται σε ένα πρόγραμμα που μοιάζει πολύ με αυτό της Κομισιόν – αλλά κάνουν αναφορά και στη μονιμοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού, βάσει του άρθρου 175 της ΣΛΕΕ (όπου οι πόροι θα χορηγούνται ως μεταβιβάσεις, όχι ως δάνεια).

kathimerini.gr