SOS για τη σχέση μας με τη φύση

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει συγκλονίσει όλο τον πλανήτη και ειδικά τις περισσότερο βιομηχανοποιημένες και ανεπτυγμένες οικονομικά περιοχές του, θέτοντας για πρώτη ίσως φορά τόσο καθολικά κρίσιμα ερωτήματα για τη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση.

Γιατί δεν πρόκειται βεβαίως για «εκδίκηση της φύσης» (η φύση δεν εκδικείται, αντιδρά), αλλά για μια συγχρονισμένη εκδήλωση υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, με υπόβαθρο τη βαθιά περιβαλλοντική κρίση που σφραγίζει την εποχή μας.

Μια κρίση που οφείλεται στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης, που αντιμετωπίζει ληστρικά το περιβάλλον (και τον άνθρωπο). Ολα αυτά που τον «παλιό καιρό», δηλαδή πριν… από μερικές εβδομάδες, αντιμετωπίζονταν ως business as usual. Το ερώτημα που υπάρχει σήμερα είναι εάν το σοκ της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, που τράβηξε χειρόφρενο στις ισχυρότερες οικονομίες, θα οδηγήσει σε μια αναστροφή πορείας ή απλώς, μετά την αντιμετώπιση –αργά ή γρήγορα– της ασθένειας, το σύστημα θα τραβήξει αχαλίνωτο για την επόμενη πανδημία.

Η διεθνής επέλαση της COVID-19 αποκαλύπτει πολλαπλά περιβαλλοντικά ρήγματα, που οφείλουμε να δούμε με άλλο μάτι. Το 75% των νέων αναδυόμενων λοιμωδών νόσων προέρχεται από τα ζώα, αλλά δεν φταίνε αυτά.

Η βιομηχανική κτηνοτροφία, που περιορίζει όλο και περισσότερο την άγρια φύση, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση ζώων λόγω κλιματικής αλλαγής, αυξάνει τις πιθανότητες να έρθουν σε επαφή οι άνθρωποι με ζώα φορείς και έτσι να μολυνθούν. Η καταστροφή οικοτόπων και η αποψίλωση των δασών για βοσκοτόπια και καλλιέργεια σόγιας για ζωοτροφή ευνοούν την εμφάνιση ζωονόσων.

Δεν είναι αποκομμένα επεισόδια, αλλά τμήματα μιας συνολικής παραγωγικής αλυσίδας. Σε ένα κόσμο που το σάλιο μιας νυχτερίδας στην Κίνα ή ενός χιμπαντζή στην κεντρική Αφρική μπορεί να ξεσηκώσει μια υγειονομική θύελλα στη Νέα Υόρκη ή στη Λομβαρδία, απαιτείται συνολική ματιά κι όχι αποσπασματικές κινήσεις και ανήμπορες εθνικιστικές περιχαρακώσεις.

Δεν είναι μόνο οι μολυσματικές ασθένειες· ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί πως το 23% των θανάτων παγκοσμίως έχει περιβαλλοντικά αίτια. Τα δύο τρίτα των καρκίνων προέρχονται από περιβαλλοντικές τοξίνες, σημειώνει το Wired.

Επιβαρυντικοί παράγοντες

Αλλά και οι βαριές συνέπειες της COVID-19 φαίνονται πως συνδέονται με μία σειρά από άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η κακή διατροφή (ένας παράγοντας είναι και η παχυσαρκία), πέρα από την υποβάθμιση των συστημάτων υγείας και του επιπέδου ζωής στις πόλεις.

«Ευθύνεται η αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού από τη συνολική δηλητηρίαση από τεχνητές χημικές ουσίες, ενδοκρινικούς διαταράκτες και τοξίνες», λέει στην «Κ» η Πολυξένη Νικολοπούλου-Σταμάτη, καθηγήτρια της Ιατρικής Αθηνών.

«Λόγω των μέτρων για την πανδημία, η φύση πήρε μια ανάσα. Είδαμε ξανά ψάρια στα κανάλια της Βενετίας, δελφίνια στον Θερμαϊκό και πλήθος κόσμου να βγαίνει βόλτα με τα πόδια ή με ποδήλατα στις πόλεις. Είδαμε τη ζωή αλλιώς, αλλά δυστυχώς η ανθρωπότητα έχει κοντή μνήμη. Υπάρχει ο κίνδυνος να γυρίσουμε σε ό,τι κάναμε», τονίζει στην «Κ» η Λία Πατσαβούδη, καθηγήτρια Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Υπάρχει όμως και άλλη επιλογή. 

Η ρύπανση του αέρα αυξάνει τη θνητότητα ασθενών με COVID-19

Η πορεία εξάπλωσης της πανδημίας αλλά και τα πλήγματα που επιφέρει στη δημόσια υγεία δεν πρέπει να εξετάζονται μόνο από ιατρικής-υγειονομικής σκοπιάς, ο παράγων περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αίσθηση για παράδειγμα προκάλεσαν πρόσφατες επιστημονικές ανακοινώσεις που συσχέτιζαν την αυξημένη θνητότητα από τον κορωνοϊό με τα υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Μελέτη του πανεπιστημίου Χάρβαρντ σε 3.000 κομητείες των ΗΠΑ κατέγραψε πως άνοδος κατά μόλις 1 μg/m3 στις συγκεντρώσεις των αιωρούμενων μικροσωματιδίων PM2.5 συνδέεται με αύξηση 15% στη θνητότητα από COVID-19!

«Παρότι δεν είναι απόλυτα αποκρυπτογραφημένη η τοξικότητα των σωματιδίων PM2.5, είναι γνωστό ότι στην επιφάνειά τους προσκολλώνται άλλα μόρια όπως μικρόβια, ιοί, βαρέα μέταλλα, βακτήρια, μύκητες, DNA, αρχέγονοι προκαρυωτικοί οργανισμοί και ακάρεα», σημειώνει στην «Κ» η κ. Νικολοπούλου-Σταμάτη. «Αν και δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί με απόλυτη βεβαιότητα, εντούτοις υπάρχουν σοβαρές μελέτες που αξιολογούν συγκεκριμένα ευρήματα τα οποία επιτρέπουν την επιστημονική διαπίστωση ότι η χρόνια ατμοσφαιρική ρύπανση ενεργεί ως ενισχυτικός παράγοντας σε περιπτώσεις επιδημιών. Και είναι απολύτως εύλογο ότι αυτό συμβαίνει γιατί ίσως τα αιωρούμενα σωματίδια συμπεριφέρονται τόσο ως ένα πιθανό όχημα που ενισχύει τη μεταφορά και εξάπλωση του ιού αλλά και ως ένας χρόνιος παράγοντας ερεθισμού του αναπνευστικού συστήματος, που φθείρει το ανοσοποιητικό σύστημα και θα μπορούσε να κάνει τον πληθυσμό πιο ευάλωτο στις επιπτώσεις της επιδημίας», συμπληρώνει.

«Δεν είναι μόνο ο αέρας»

Το πόσο ευάλωτος είναι ο πληθυσμός λόγω της πολύπλευρης ρύπανσης, υπογραμμίζει και ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ. «Οπωσδήποτε η έκθεση σε ατμόσφαιρα με υψηλές συγκεντρώσεις ρύπων υποσκάπτει τον ανθρώπινο οργανισμό. Και δεν είναι μόνο ο αέρας που αναπνέουμε, αλλά και η έκθεση σε χημικά. Για παράδειγμα, στο αίμα σχεδόν όλου του πληθυσμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ανιχνεύονται –και από το δικό μας το εργαστήριο– οι συνθετικές χημικές ενώσεις PFAS, που χρησιμοποιούνται σε μία σειρά οικιακών και βιομηχανικών προϊόντων, από τα μαγειρικά σκεύη τεφλόν, σε πολλές συσκευασίες τροφίμων μέχρι αδιάβροχα ρούχα. Οι ενώσεις αυτές διασπώνται πολύ δύσκολα και δεν απομακρύνονται. Μαζί με άλλα μη βιοαποδομήσιμα στοιχεία συσσωρεύονται στον ανθρώπινο οργανισμό. Γι’ αυτό πρέπει να βλέπουμε συνολικά το εκθεσίωμα, δηλαδή τη συνολική διαχρονική έκθεση του ανθρώπου σε παρόμοιες ουσίες», εξηγεί ο κ. Σαρηγιάννης.

Μπορεί η ατμόσφαιρα των μεγάλων πόλεων να καθάρισε σε σημαντικό βαθμό λόγω της μη κυκλοφορίας οχημάτων, αλλά ποια θα είναι η επόμενη μέρα; «Η εμπειρία έδειξε τη σημασία της αρχής της προφύλαξης, δηλαδή της έγκαιρης λήψης μέτρων για να αποτρέψουμε μια καταστροφή, όχι για να τρέχουμε από πίσω της», τονίζει η κ. Νικολοπούλου-Σταμάτη.

«Δυστυχώς, λείπει σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο ένα κέντρο πρόβλεψης περιβαλλοντικών προβλημάτων και πιθανών ακραίων φαινομένων, όπως για παράδειγμα έχουμε για τον καιρό. Είναι φανερό πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθυστερήσαμε πολύ στο να αντιληφθούμε τη σφοδρότητα του κύματος του COVID-19. Θα μπορούσε να συγκροτηθεί άμεσα ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο, που θα συντονίζει ιδρύματα από διάφορες χώρες, θα συνενώσει γνώσεις και υπολογιστική ισχύ, δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα ακόμα ινστιτούτο», προτείνει ο κ. Σαρηγιάννης.

Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο και το πρόβλημα των πόλεων. Η Γουχάν, που εμφανίστηκε ο κορωνοϊός, δεν ήταν μια καθυστερημένη περιοχή. Απεναντίας, ήταν μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη πόλη, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες και πληθυσμό άνω των 11 εκατομμυρίων, ίσως η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη της κεντρικής Κίνας. Ο ιός φάνηκε να διαδίδεται πιο εύκολα σε πόλεις με πυκνή δόμηση, χωρίς μεγάλα ανοίγματα με ελεύθερους χώρους και πράσινο. Ο σχεδιασμός του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη αυτούς τους παράγοντες, παραδίνοντας τις πόλεις στους ανθρώπους και όχι στην κυριαρχία του ρυπογόνου στόλου των Ι.Χ. αυτοκινήτων. Απαραίτητο είναι ένα πυκνό, καλοσχεδιασμένο και «πράσινο» δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς.

Δεν είναι τυχαίο πως η κορύφωση του πρώτου κύματος της πανδημίας σημαδεύτηκε οικονομικά από την κατακρήμνιση του πετρελαίου. «Ας σημειωθεί κι αυτό ως μια εικόνα της εποχής που φεύγει, της ανάγκης να περάσουμε σε άλλες μορφές ενέργειας, τόσο για πιο καθαρό αέρα στις πόλεις μας όσο και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», τονίζει ο κ. Σαρηγιάννης. 

Αποψιλώνοντας τα δάση οι ιοί «κάνουν πάρτι»



Τεράστιες εκτάσεις παρθένων δασών καταστρέφονται κάθε χρόνο σε Ινδονησία (φωτ.), Βόρνεο και αλλού προκειμένου να δημιουργηθούν μονοκαλλιέργειες ελαιοφοινίκων για την παραγωγή φοινικέλαιου. EPA / HOTLI SIMANJUNTAK

Η τρέχουσα πανδημία δεν είναι άσχετη με την κλιματική κρίση. «Η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη μας σε συνδυασμό με την όλο και πιο συχνή εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, προβλέπεται να προκαλέσει αλλαγές στην εποχικότητα, στη γεωγραφία και στην ένταση της εκδήλωσης λοιμωδών νοσημάτων. Οι πλημμύρες και η διαχείριση των υδάτων που προέρχονται από αυτές μπορούν να διευκολύνουν τη μεταφορά και την εξάπλωση μολυσματικών παραγόντων, ενώ η αύξηση της θερμοκρασίας και της υγρασίας επηρεάζουν την ανάπτυξη, την επιβίωση και τη διάδοση όχι μόνο των παθογόνων αλλά και των φορέων τους. Ετσι, η εξάπλωση εντόμων, λ.χ. τα κουνούπια, που αποτελούν φορείς σοβαρών νόσων όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός θα μετατοπιστεί προς περιοχές του πλανήτη που σήμερα είναι ψυχρότερες. Ο ιός του Δυτικού Νείλου, για παράδειγμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο δυτικό ημισφαίριο, στη Νέα Υόρκη, έπειτα από μία παρατεταμένη περίοδο υψηλών θερμοκρασιών, ακολουθούμενη από έντονες βροχοπτώσεις το 1999», σημειώνει στην «Κ» η κ. Πατσαβούδη.

Μία σειρά από παράγοντες αλληλεπιδρούν και κοινωνικο-οικονομικές παρεμβάσεις επηρεάζουν πολλές πλευρές. Για παράδειγμα, η εκτεταμένη αποψίλωση και καταστροφή δασών και οικοτόπων, η ισοπέδωση τεράστιων εκτάσεων για να δημιουργηθούν βοσκοτόπια ή για να καλλιεργηθούν κτηνοτροφικά φυτά (όπως η σόγια) έχουν αρνητικές επιδράσεις και στην ισορροπία του κλίματος (αφού καταστρέφουν τους πράσινους πνεύμονες του πλανήτη), στην υγεία των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, αλλά και στην υγεία των ανθρώπινων κοινωνιών, καθώς «στριμώχνουν» την άγρια ζωή, φτάνουν πολύ κοντά της και διευκολύνουν το πέρασμα των λοιμωδών ζωονόσων στον άνθρωπο.

Στην κινεζική επαρχία Χουμπέι, όπου βρίσκεται και η πόλη Γουχάν όπου πρωτοεμφανίστηκε ο κορωνοϊός, είχε κατασκευαστεί τη δεκαετία του ’90 το γιγαντιαίο υδροηλεκτρικό φράγμα των Τριών Φαραγγιών, που υποχρέωσε σε μετακίνηση 1,3 εκατ. ανθρώπους, προκαλώντας ανάλογες καταστροφές και μετακινήσεις στα είδη της άγριας ζωής. Το πώς έφτασε ο κορωνοϊός στη Γουχάν δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, αλλά σίγουρα πριν από αυτό οι επιχειρήσεις τροφίμων έφτασαν πολύ βαθιά μέσα στα δάση. «Στην Κίνα, αλλά και παγκοσμίως, τα τρόφιμα “άγριας φύσης” γίνονται όλο και περισσότερο ένας κανονικός οικονομικός τομέας. Καθώς η βιομηχανική παραγωγή κρέατος –χοιρινά, πουλερικά, κ.λπ.–επεκτείνεται στα παρθένα δάση, πιέζει τους επενδυτές “άγριας φύσης” να πάνε πιο βαθιά στο δάσος, αυξάνοντας έτσι την αλληλεπίδραση με νέα παθογόνα, συνεπώς και τη διάδοσή τους», σημειώνει ο Ρομπ Ουάλας, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.

Δεν πρόκειται για αποκλειστικά κινεζικό φαινόμενο, όπως το παρουσιάζει ο  Ντόναλντ Τραμπ. «Ροκανίζοντας σιγά σιγά τα δάση της βορειοανατολικής Αμερικής, η αστική ανάπτυξη διώχνει ζώα, τα οποία συμβάλλουν στη ρύθμιση του πληθυσμού των τσιμπουριών. Αποτέλεσμα: οι μεταδοτικές ασθένειες που φέρουν τα τσιμπούρια εξαπλώνονται πολύ ευκολότερα. Μεταξύ αυτών, η ασθένεια Lyme, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1975. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, εντοπίστηκαν επτά νέοι παθογόνοι μικροοργανισμοί που μεταφέρονται από τα τσιμπούρια», έγραψε η δημοσιογράφος Σόνια Σαχ στο The Nation.

Συνήθως, όπως τονίζει ο κ. Ουάλας, η μεταφορά των παθογόνων δεν γίνεται απευθείας από το άγριο ζώο στον άνθρωπο, αλλά μέσω ζώων της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας. «Η εκτροφή γενετικών μονοκαλλιεργειών οικόσιτων ζώων, σε συνθήκες συνωστισμού, καταργεί οποιαδήποτε “αντιπυρική ζώνη” ανοσίας», δημιουργώντας συνθήκες όπου οι ιοί κάνουν πάρτι», σημειώνει ο εξελικτικός βιολόγος, υπογραμμίζοντας τις μεγάλες ευθύνες των πολυεθνικών διατροφής. Ολα αυτά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ενός άλλου μοντέλου διατροφής, που θα σέβεται τη φύση και τις δυνατότητές της, θα στηρίζεται στην ποικιλία και όχι στην υπερκατανάλωση κρέατος και μάλιστα βοδινού και θα στηρίζει τους παραγωγούς της γης, πρώτα και κύρια σε τοπικό επίπεδο. 

Πηγή