S&P: Ανοδική αναθεώρηση της ελληνικής ανάπτυξης
Oι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας παραμένουν καλές παρά το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον και τον υψηλό πληθωρισμό, αναφέρει σε έκθεσή της η S&P για την αξιολόγηση του κρατικού κίνδυνου από τον τραπεζικό κλάδο.
Ο διεθνής οίκος τονίζει ότι μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (9,0%) και την πολύ ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη το 2021 (8,3%), προβλέπει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 5,6% το 2022 και επιβράδυνση σε περίπου 1,8% το 2023.
«Αναθεωρήσαμε προς τα πάνω τις προβλέψεις ανάπτυξης για φέτος (από 3,5% προηγουμένως) παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης και προσθέτουν ότι «ο αντίκτυπος θα είναι διαχειρίσιμος». Εκτιμούν δε, ότι μέσα στα επόμενα τρία χρόνια η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την S&P ο τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφθασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ.
Τα κέρδη του κλάδου βελτιώθηκαν σημαντικά το 2021 και το 2022, υποδηλώνοντας ότι η συνεχιζόμενη ανάκαμψη του τουρισμού θα στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη και θα συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο θα επιβαρυνθεί από τις σημαντικά υψηλότερες τιμές των εισαγωγών ενέργειας.
Λόγω της πανδημίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν μεγάλο το 2020 και το 2021, αλλά ο διεθνής οίκος αναμένει ότι θα μειωθεί σε περίπου 4,6% του ΑΕΠ το 2022 (από 7,4% το 2021). Η αναθεωρημένη πρόβλεψη (από 3,1% προηγουμένως) ενσωματώνει τις χαμηλότερες προβλέψεις μας για την οικονομική ανάπτυξη καθώς και τα διακριτικά δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για την καταστολή των πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές ενέργειας, ηλεκτρικής ενέργειας και τροφίμων για νοικοκυριά και εταιρείες.
Στη έκθεση τονίζεται επίσης ότι η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ διευκόλυνε την πρόσβαση στην αγορά για κρατικό δανεισμό σε σχετικά χαμηλό επίπεδο κόστους λόγω της ένταξης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο Πανδημικό Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς (PEPP) της ΕΚΤ και ως εξασφάλιση στις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ.
Πιο πρόσφατα, πριν από το τέλος του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
«Πιστεύουμε ότι αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα» τονίζουν.
Σε ό,τι αφορά τον τραπεζικό κλάδο, η S&P σημειώνει πως τα ακόμη υψηλά NPEs σε σχέση με την Ε.Ε., εξακολουθούν να αποτελούν βασικό κίνδυνο.
Οι πιστωτικές απώλειες οδεύουν προς κυκλικά χαμηλά μετά τη μαζική εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων assets στο σύστημα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Μαζί με την Κύπρο, η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών παραμένει μεταξύ των πιο αδύναμων στην Ε.Ε., τονίζει ο οίκος και εκτιμά ότι ο δείκτης NPE σε όλο το σύστημα θα μειωθεί κάτω από το 7% έως το τέλος του 2023.
Ωστόσο, η πιστοληπτική ικανότητα πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών κινδυνεύει από την πλήρη απόσυρση των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία και τον έμμεσο αντίκτυπο στο διαθέσιμο εισόδημά τους από τον αυξανόμενο πληθωρισμό, τη μειωμένη παγκόσμια ζήτηση και άλλες δευτερογενείς επιπτώσεις από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται από το 2017 σε πραγματικούς όρους, αλλά όχι στο βαθμό μιας φούσκας τιμών. Στο 184,1 στο τέλος του 2021, ο επίσημος βασικός δείκτης για τις εθνικές τιμές κατοικιών ήταν πολύ κάτω από το 250 στο τέλος του 2009.
«Αναμένουμε ότι οι τιμές των κατοικιών θα αυξηθούν σε πραγματικούς όρους, ελαφρώς κάτω από 1% το 2022, μετά από μια ήδη ρεκόρ αύξησης 7,2% το 2021 εν μέσω της πανδημίας. Αυτό είναι θετικό για τις προοπτικές ανάκαμψης των τραπεζών από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τα στεγαστικά δάνεια που υποστηρίζονται από ακίνητα», τονίζεται στην έκθεση.
Και προστίθεται: «Οι τράπεζες αύξησαν τον καθαρό δανεισμό τους κατά περίπου 4% κατά τη διάρκεια ενός σχετικά εχθρικού 2021. Για το 2022, προβλέπουμε ότι η αύξηση των δανείων θα φτάσει το 3,5%-4,0% για δύο βασικούς λόγους. Ο ιδιωτικός τομέας και τα νοικοκυριά έχουν ξεπεράσει τη χειρότερη κατάσταση και συνεχίζουν να δανείζονται από τις τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του μετασχηματισμού τους και η αναδιάρθρωση και ο καθαρισμός των βιβλίων δανείων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Επίσης, το Recovery and Resilience Facility και τα κεφάλαια της NGEU που θα λάβει η Ελλάδα την επόμενη πενταετία θα πρέπει να ενισχύσουν τον δανεισμό προς τις επιχειρήσεις κατά την άποψή μας».
Το χρέος του ιδιωτικού τομέα ανά ΑΕΠ έχει μειωθεί σημαντικά κατά τα προηγούμενα επτά χρόνια, αν και ως επί το πλείστον μέσω της πώλησης NPEs, παρά μέσω αποσβέσεων. Το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε στο 92% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, από το ιστορικό υψηλό του 134,5% το 2012 και είναι κάτω από την Ιταλία (114%), την Πορτογαλία (166%) και την Κύπρο (177%).
«Αναμένουμε ότι η καθαρή αύξηση των δανείων θα παραμείνει στο 4%-5% φέτος και το επόμενο έτος, αν και το χρέος προς το ΑΕΠ θα παραμείνει σταθερό. Ο εταιρικός τομέας θα είναι ο μοχλός αυτής της ανάπτυξης, ιδίως χάρη στην αναμενόμενη χρήση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ» αναφέρει.
Αναφορικά με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ η S&P εκτιμά ότι θα μείνει στάσιμο στα περίπου 20.000 δολάρια το 2022-2023 από 20.249 δολάρια στο τέλος του 2021.