Στα 130 δισ. το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα
Στην έκθεση γίνεται αναφορά και σε αποταμιευτικό κενό ύψους 125 δισ.
Ενα επενδυτικό κενό 130 δισ. ευρώ και ένα αντίστοιχο αποταμιευτικό 125 δισ. ευρώ είναι δύο από τους δείκτες των αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, τις οποίες αναδεικνύει η έκθεση Πισσαρίδη, περιγράφοντας το πλέγμα των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα.
Η έκθεση δόθηκε προχθές στη δημοσιότητα και την ίδια μέρα, σύμφωνα με πληροφορίες, έπιασαν δουλειά οι πρώτες από τις πέντε ομάδες εργασίας που συνέστησε ο πρωθυπουργός, στο πλαίσιο της νέας δομής για τη διαμόρφωση του σχεδίου ανάκαμψης της χώρας. Χθες, συνεδρίασαν και οι υπόλοιπες και δόθηκαν οι γενικές κατευθύνσεις. Η Εκτελεστική Επιτροπή, υπό τον κ. Θόδωρο Σκυλακάκη, που αναβαθμίστηκε χθες σε αναπληρωτή υπουργό, θα παραδώσει στις 24 Αυγούστου τις προτάσεις της.
Δεκαετία
Οι πάγιες επενδύσεις, σύμφωνα με την περιγραφή της έκθεσης, υπολείπονταν ως ποσοστό του ΑΕΠ του μέσου όρου της Ευρωζώνης καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσον όρο της Ε.Ε., την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μέσον όρο σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ και σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα μέγεθος μεγαλύτερο απ’ ό,τι έχει αναφερθεί ώς τώρα στο παρελθόν από άλλους φορείς, όπως ο ΣΕΒ, ο οποίος μιλούσε για επενδυτικό κενό 100 δισ. ευρώ. «Το 2019, η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. σε πάγιες επενδύσεις, με μόλις 11,4% του ΑΕΠ, σε σχέση με 21,3% μέσον όρο στην Ε.Ε.» επισημαίνει η έκθεση, αναδεικνύοντας τη συνέχιση του προβλήματος και πέρυσι.
Αντίστοιχα, για τις αποταμιεύσεις σημειώνει ότι έφθιναν συστηματικά κατά τη διάρκεια της κρίσης και ουσιαστικά εξέλιπαν από το 2013, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση τα τελευταία χρόνια, επειδή η κρίση τα υποχρέωσε να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν βασικές καταναλωτικές και δανειακές τους ανάγκες.
Αλλά και προ κρίσης, επισημαίνει η έκθεση, οι παραγωγικές επενδύσεις αυξάνονταν με συστηματικά χαμηλούς ρυθμούς. «Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις που προέρχονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευαστικών και της οικοδομής, ανέρχονταν κατά μέσον όρο, την περίοδο 2001-2009, μόλις στο 7,5% του ετήσιου ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με μέσο αντίστοιχο ποσοστό 12,4% στην Ε.Ε.», αναφέρει η έκθεση.
Μικρή ανάκαμψη
«Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση χρέους, το 2009, η Ελλάδα κατέγραφε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων, μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 10%. Παρά τη μικρή ανάκαμψη των επενδύσεων την περίοδο 2016-2019, το επίπεδό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2019 (7,2%) παρέμεινε το χαμηλότερο μεταξύ χωρών της Ε.Ε.» προστίθεται.
Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, ότι και οι εξαγωγές, παρά την αύξησή τους ως ποσοστό του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία, παραμένουν σχετικά χαμηλές, με την Ελλάδα να κατέχει την 5η χαμηλότερη επίδοση στην Ε.Ε. και τη χαμηλότερη μεταξύ των μικρών χωρών.
Η χαμηλή παραγωγικότητα είναι επίσης ένα σταθερό πρόβλημα, καθώς, όπως επισημαίνεται, η Ελλάδα δεσμεύει πόρους σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες. Η απόκλιση της παραγωγικότητας της Ελλάδας από τις οικονομίες της Ζώνης του Ευρώ έχει διευρυνθεί από το 2007.