Στα 4 δισ. ευρώ οι δόσεις δανείων που έχουν «παγώσει» οι τράπεζες
Με βάση τα σενάρια που επεξεργάζεται η ΤτΕ, εάν το lockdown περιοριστεί στους δύο μήνες, η ύφεση θα φθάσει το 4% ετησίως και τα νέα κόκκινα δάνεια θα διαμορφωθούν κοντά στα 6 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, εάν το lockdown φθάσει τους τρεις μήνες και η ύφεση πλησιάσει το 8%, τα κόκκινα δάνεια θα ξεπεράσουν τα 15 δισ. ευρώ.
Τα 4 δισ. ευρώ προσεγγίζουν οι αναστολές δόσεων για δάνεια ιδιωτών και μικρών επιχειρήσεων, που έχουν ήδη εγκρίνει οι τράπεζες στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Το μέτρο της αναστολής δόσεων έχει ήδη εφαρμοστεί σε 60.000 ιδιώτες και ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις και αναμένεται να επεκταθεί σταδιακά σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό, καθώς αποκρυσταλλώνονται και οι επιπτώσεις της κρίσης.
Στα 4 δισ. ευρώ των δανείων, που έχουν «προστατευθεί» μέχρι σήμερα από πιθανή αθέτηση οφειλών λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια των μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Για αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία οι τράπεζες εφαρμόζουν συνδυασμό παρεμβάσεων που, εκτός από «πάγωμα» των δόσεων κεφαλαίου, περιλαμβάνει μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, με διεύρυνση των πιστωτικών γραμμών και νέες χορηγήσεις για κεφάλαια κίνησης.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, από τα 4 δισ. ευρώ των αναστολών και ρυθμίσεων που έχουν εφαρμόσει ήδη, τη μερίδα του λέοντος έχει η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς, οι οποίες έχουν προχωρήσει στο «πάγωμα» οφειλών για δάνεια ύψους 3 δισ. ευρώ. Τόσο η Alpha Bank όσο και η Τράπεζα Πειραιώς, μέσω της Intrum, εγκαινίασαν το πρόγραμμα αναστολής οφειλών για τους δανειολήπτες που πλήττονται ήδη από τις αρχές Μαρτίου, ξεκινώντας σε πρώτη φάση με τρίμηνο «πάγωμα» της δόσης, που θα επανεξεταστεί ανάλογα με την εξέλιξη της κρίσης. Ακολούθησαν η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank μέσω της doValue, αναστέλλοντας τις δόσεις για δάνεια 1 δισ. ευρώ περίπου, εφαρμόζοντας ωστόσο πιο γενικευμένο «πάγωμα» που φθάνει ακόμη και τους εννέα μήνες, δηλαδή έως και τα τέλη του 2020.
Σε κάθε περίπτωση, τα προγράμματα αναστολής των δόσεων αναμένεται να γενικευθούν και να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερο αριθμό δανειοληπτών τον Απρίλιο έως και τα τέλη Μαΐου και να συνδυαστούν με τα μέτρα που έχει εξαγγείλει το Δημόσιο, εντάσσοντας στις πληττόμενες επιχειρήσεις 800.000 κωδικούς αριθμούς δραστηριότητας (ΚΑΔ). Οι τράπεζες έχουν ήδη αποκτήσει πρόσβαση σε 400.000 ΑΦΜ που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους ΚΑΔ, και έως τα τέλη του μήνα αναμένεται να έχουν την πλήρη λίστα των ΑΦΜ που πλήττονται λόγω του lockdown στην οικονομία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, το μορατόριουμ στην αποπληρωμή των δανείων, αλλά και το ύψος των νέων κόκκινων δανείων που θα δημιουργηθούν λόγω της κρίσης, είναι σε άμεση συνάρτηση με τη διάρκεια που θα έχει το lockdown στην οικονομία. Με βάση τα σενάρια που επεξεργάζεται η ΤτΕ, εάν το lockdown περιοριστεί στους δύο μήνες, η ύφεση θα περιοριστεί στο -4% ετησίως (πρόκειται για το καλό σενάριο) και τα νέα κόκκινα δάνεια θα διαμορφωθούν κοντά στα 6 δισ. ευρώ. Αντίθετα, εάν το lockdown φθάσει τους τρεις μήνες και η ύφεση πλησιάσει το -8%, τα κόκκινα δάνεια θα υπερδιπλασιαστούν, ξεπερνώντας τα 15 δισ. ευρώ.
«Κακή» τράπεζα
Μιλώντας χθες στο web Delphi Economic Forum με θέμα «Ανεφοδιάζοντας την οικονομία: ο ρόλος των τραπεζών στην εποχή του COVID-19», ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας επανέλαβε τη θέση του για την ανάγκη δημιουργίας μιας «κακής» τράπεζας (bad bank) προκειμένου οι τράπεζες να απαλλαγούν από τα κόκκινα δάνεια. Μια bad bank, με τη μορφή μιας εταιρείας προστασίας ενεργητικού (Asset Management Company), είναι μια «παλιά καλή ιδέα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας, που μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία που η αγορά των πωλήσεων κόκκινων δανείων δεν λειτουργεί. Το επενδυτικό ενδιαφέρον είτε για αγορές είτε για τιτλοποιήσεις δανείων έχει «παγώσει» λόγω της κρίσης, αναστέλλοντας τους σχεδιασμούς των τραπεζών· και παρά το γεγονός ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ιδέα μιας bad bank είχε απορριφθεί στο παρελθόν, όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ, οι συνθήκες τώρα έχουν αλλάξει. Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πάντως ότι οι τράπεζες θα πρέπει να λειτουργήσουν με διαφάνεια για να προσελκύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον όταν η κανονικότητα στις αγορές αποκατασταθεί. Προς το παρόν το κεφαλαιακό «μαξιλάρι», αλλά και η υψηλή ρευστότητα που διαθέτει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δίνει τον αναγκαίο χώρο για τη διαχείριση της κρίσης, με έμφαση στην υποβοήθηση των βιώσιμων επιχειρήσεων.
Για περισσότερη αρθρογραφία, γίνετε συνδρομητής στην έντυπη Καθημερινή