Στουρνάρας για τη συγχώνευση Attica Bank – Παγκρήτιας: Η συμφωνία είναι η βέλτιστη λύση για το Ελληνικό Δημόσιο
Για τη συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη διάρκεια της εξέτασης του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την κύρωση της Σύμβασης Συγχώνευσης των δύο τραπεζών αλλά και την Επένδυση μεταξύ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και της εταιρείας «THRIVEST HOLDING.
Όπως είπε η προωθούμενη λύση για την Τράπεζα Αττικής και την Παγκρήτια Τράπεζα αποτελεί τη βέλτιστη λύση τόσο για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και για τον Έλληνα φορολογούμενο.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται ότι με τη συμφωνία «χαρίζεται η Τράπεζα Αττικής σε ιδιώτες» δείχνουν έλλειμμα κατανόησης των πραγματικών δεδομένων της αγοράς και των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και πρωτίστως του κόστους για τη διασφάλιση των αποταμιευτών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα.
Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι το Ελληνικό Δημόσιο το οποίο θα έχει επενδύσει συνολικά στην Τράπεζα Αττικής 950 εκατ. ευρώ σε μία δεκαετία, με μία ετήσια απόδοση 4%, θα έχει αποκομίσει περί τα 1,2 έως 1,6 δισ. ευρώ. Επομένως η επένδυση θα είναι κερδοφόρος. Από την άλλη πλευρά ο ιδιώτης επενδυτής, όπως ανέφερε, συμμετέχει στην Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου με πολύ πιο επαχθείς όρους σε σύγκριση με εκείνους που συμμετείχαν οι ιδιώτες επενδυτές σε όλες τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησαν οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες.
Ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε ότι πλην της Thrinvest δεν υπήρξε ενδιαφέρον από άλλο ιδιώτη επενδυτή για να συμμετάσχει στην Αύξηση Κεφαλαίου. Προειδοποίησε δε ότι στην «απευκταία περίπτωση» που δεν προχωρήσει η συγκεκριμένη συμφωνία θα υπάρξουν σημαντικές και αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες. Μία τέτοια εξέλιξη όπως είπε θα οδηγούσε σε σημαντική εκροή καταθέσεων τόσο για την Attica Bank όσο και για την Παγκρήτια Τράπεζα οι οποίες αν συνδυαστούν με το οξύ πρόβλημα κόκκινων δανείων που αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες, θα οδηγούσε στην κατάρρευσή τους. Έτσι η αξία του ΤΧΣ στην Αττικής που σήμερα ανέρχεται σε 480 εκατ. ευρώ θα μηδενιζόταν πάραυτα, όπως και η αξία του τίτλου Tier 2 ύψους 100 εκατ. ευρώ λήξης 2028 που έχει εκδώσει η τράπεζα το 2018 και διακρατά το Ελληνικό Δημόσιο.
Επιπροσθέτως με δεδομένο ότι οι μη εγγυημένες καταθέσεις των δύο τραπεζών ανέρχονται σε περίπου 1,6 δισ. ευρώ (909 εκατ. ευρώ για την Αttica Bank και 726 εκατ. ευρώ για την Παγκρήτια) νοικοκυριά, επιχειρήσεις και φορείς του Δημοσίου θα υφίσταντο σημαντικό κούρεμα των καταθέσεων.
Επιπροσθέτως το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων θα απαιτείτο να καταβάλει για τις εγγυημένες καταθέσεις της Αttica Bank 1,8 δισ. ευρώ και 1,7 δισ. ευρώ για τις αντίστοιχες της Παγκρήτιας. Το συνολικό ποσό, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, υπερβαίνει κατά πολύ τα διαθέσιμα του ΤΕΚΕ γεγονός που θα το ανάγκαζε να προσφύγει στις άλλες συστημικές τράπεζες προκειμένου να καλύψει τη ρευστότητά του.
Ακολουθεί ένα μέρος της ομιλίας του κ. Στουρνάρα
« Η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα δεν αποτέλεσαν εξαίρεση και -όπως το σύνολο των ελληνικών τραπεζών- επηρεάστηκαν σημαντικά από την εγχώρια οικονομική κρίση, πρωτίστως όσον αφορά την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων τους. Θυμίζω ότι, στην κορύφωση της κρίσης, στον κλάδο των μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (όπου δραστηριοποιούνταν έντονα οι δύο τράπεζες), περίπου τα 2/3 των υπολοίπων των δανείων ήταν μη εξυπηρετούμενα. Επίσης, η κεφαλαιακή επάρκεια των δύο τραπεζών επιδεινώθηκε, μεταξύ άλλων, λόγω των σημαντικών ζημιών της τάξης των 150 εκατ. ευρώ στα χαρτοφυλάκια δανείων και των ζημιών από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI), με αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλου ύψους κεφαλαιακών αναγκών.
Σε αντίθεση όμως με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα δεν είχαν πρόσβαση στους δημόσιους πόρους (financial envelope) για την κάλυψη
της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης και στηρίχθηκαν αμιγώς στις οικονομικές δυνατότητες των μετόχων τους. Ταυτόχρονα, έως σήμερα, οι μικρότερες τράπεζες δεν είχαν
πρόσβαση στους πόρους του ελληνικού σχήματος προστασίας ενεργητικού (hellenic asset protection scheme), γνωστό ως ‘Ηρακλής’, τόσο λόγω σχεδιασμού του προγράμματος όσο και επειδή δεν είχαν τα απαιτούμενα κεφάλαια, προκειμένου να απορροφήσουν το κόστος από την εξυγίανση του ισολογισμού τους. Και είναι πλέον αποδεδειγμένο από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι, χωρίς τη χρήση της συστημικής λύσης του ‘Ηρακλή’, δεν θα ήταν εφικτή η εξυγίανση του ισολογισμού των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών. Για την Attica Bank ειδικότερα, μεγάλο μέρος των προβλημάτων της σήμερα προέρχεται από την περίοδο 2015-16. Συγκεκριμένα:
- Το Σεπτέμβριο του 2014, η Attica Bank εμφάνιζε Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας 11,5%. Ο Δείκτης υπολειπόταν μεν του μέσου όρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (15,4%), ήταν όμως υψηλότερος των τότε κεφαλαιακών απαιτήσεων (οι λιγότερο σημαντικές τράπεζες, όπως η Attica Bank, έχουν μικρότερες κεφαλαιακές εποπτικές απαιτήσεις απ’ ό,τι οι τέσσερις σημαντικές), με την τράπεζα να εμφανίζει και αξιόλογη κερδοφορία προ προβλέψεων.
- Την ίδια περίοδο, ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας ανερχόταν σε 39%, χαμηλότερος του μέσου όρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που ήταν 40%.
- Μέχρι το 2019 η κατάσταση αυτή είχε αντιστραφεί πλήρως, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας έφθασε το 61%. Έκτοτε, και με δεδομένη τη μη δυνατότητα χρήσης του Ηρακλή, όπως προανέφερα, ο δείκτης αυτός δεν μειώθηκε. Αντίθετα, για τις σημαντικές τράπεζες μειώθηκε σημαντικά και βρίσκεται πλέον στο 5%.
- Τι συνέβη την περίοδο αυτή; Θυμίζω ότι το 2014, στη συνολική άσκηση αξιολόγησης (comprehensive assessment) που διενήργησε ο SSM, οι ελληνικές σημαντικές τράπεζες δεν εμφάνισαν κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ένα χρόνο μετά, και μετά από τους γνωστούς κλυδωνισμούς που υπέστησαν η ελληνική οικονομία και, κυρίως, το τραπεζικό σύστημα με την επιβολή τραπεζικής αργίας και κεφαλαιακών περιορισμών, το έλλειμμα κεφαλαίων στο δυσμενές σενάριο ανήλθε στο μεγάλο ύψος των 14,4 δισεκ. ευρώ 1 . Κατ’ αναλογία με την άσκηση που διενήργησε o SSM για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, και στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους θεσμούς, αντίστοιχη άσκηση διενήργησε και η Τράπεζα της Ελλάδος για την Attica Bank. Στόχος της άσκησης ήταν η επανεκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών, υπό το πρίσμα των νέων χρηματοπιστωτικών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί το 2015.
- Όπως και για τις σημαντικές τράπεζες, η άσκηση αποκάλυψε σοβαρές κεφαλαιακές ανάγκες για την Attica Bank (συνολικά περίπου 750 εκατ. ευρώ, στο δυσμενές σενάριο της άσκησης). Με βάση το τότε ισχύον θεσμικό πλαίσιο, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μπορούσε να παράσχει κεφαλαιακή ενίσχυση μόνο στις τέσσερις σημαντικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, η Attica Bank υποχρεώθηκε να αναζητήσει το σύνολο των κεφαλαιακών αναγκών που προσδιορίστηκαν από ιδιώτες επενδυτές. Η τράπεζα κατάφερε να καλύψει μέρος μόνο των κεφαλαιακών της αναγκών, αφήνοντας έλλειμμα προς κάλυψη ύψους 70 εκατ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η ελληνική οικονομία δενείχε ακόμα ανακάμψει μετά το ‘σοκ’ του 2015, γεγονός που είχε επιπτώσεις και στον ισολογισμό της τράπεζας.
- Την περίοδο αυτή, είχαμε και τη δημόσια δεδηλωμένη προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να δημιουργήσει το λεγόμενο ‘παράλληλο τραπεζικό σύστημα’ το οποίο δεν θα υπαγόταν σε εποπτικούς ελέγχους της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό από όλους ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποτέλεσε τότε το βασικό θεσμικό ανάχωμα στην προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να παρέμβει στο τραπεζικό σύστημα και στην Attica Bank ειδικότερα. Τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν θα ήθελα να τα επαναλάβω, στο βαθμό μάλιστα που πολλά από αυτά, αρκετά θλιβερά, αφορούν εμένα προσωπικά αλλά και την οικογένειά μου.
- Βλέποντας την προσπάθεια αυτή, υπήρξε παρέμβαση και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το 2016 διενεργήθηκε κοινός Επιτόπιος Έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος. Διαπιστώθηκαν σοβαρές αδυναμίες και παραβάσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, σε θέματα διαχείρισης κινδύνων και κριτηρίων πιστοδοτήσεων, ενώ διαπιστώθηκε ότι και μέρος της τότε αύξησης μετοχικού κεφαλαίου είχε προέλθει από δανεισμό μέσω της ίδιας της τράπεζας.
- Ακολουθώντας τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η Attica Bank υπό νέα διοίκηση, η οποία επιβλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, με CEO τον έμπειρο τραπεζίτη Θεόδωρο Πανταλάκη, ξεκίνησε την υλοποίηση των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων, καθώς και την προσπάθεια εξεύρεσης αφενός των 70 εκατ. ευρώ του κεφαλαιακού ελλείμματος που προαναφέρθηκε, και αφετέρου την υποκατάσταση των κεφαλαίων που είχαν χρηματοδοτηθεί από δάνεια της τράπεζας τα οποία δεν προσμετρήθηκαν, σύμφωνα με το ισχύον εποπτικό πλαίσιο, στα εποπτικά κεφάλαια. Πρέπει να σημειωθεί ότι την τράπεζα την είχε κατ’ ουσία εγκαταλείψει ο τότε βασικός μέτοχός της, δηλαδή το ΤΣΜΕΔΕ, λόγω της ένταξης του Ταμείου των Μηχανικών στον ΕΦΚΑ, με αποτέλεσμα να αναζητήσει η τότε κυβέρνηση με ad hoc τρόπο κεφάλαια στήριξης από ιδιωτικές ή/και κρατικές εταιρίες καθώς και από ασφαλιστικά ταμεία(ΕΥΔΑΠ, Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, ΤΑΠΙΛΤΑΤ, ΕΛΠΕ, Ελλάκτωρ κλπ.).
- Η στήριξη της τράπεζας σε ρευστότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του Μηχανισμού Έκτακτης Ενίσχυσης σε Ρευστότητα (ELA) είχε ανέλθει τον Οκτώβριο του 2016, όταν δηλαδή ανέλαβε η νέα διοίκηση, στο ποσό των 1,16 δισεκ. ευρώ, λόγω της συνεχούς μείωσης των καταθέσεων. Η συνεχιζόμενη μείωση των καταθέσεων, και η εν
γένει δύσκολη κατάσταση της τράπεζας, ανάγκασε τη νέα διοίκηση να αιτηθεί προς το Υπουργείο Οικονομικών την έκδοση ομολογιακού δανείου ύψους 380 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενέχυρο για την χρηματοδότηση από τον ELA. - Παράλληλα, η νέα διοίκηση ξεκίνησε την πρώτη τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων αξίας 1,3 δισεκ. ευρώ που έγινε στην Ελλάδα, την τιτλοποίηση με την ονομασία Artemis, προκειμένου να μπορέσει να καλύψει το έλλειμμα κεφαλαίου 70 εκατ. ευρώ, δεδομένης της μη πρόσβασης τότε της τράπεζας στα κεφάλαια του ΤΧΣ, αλλά και λόγω της αδυναμίας προσέλκυσης ιδιώτη επενδυτή, όπως απαιτεί το πλαίσιο της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (DG Comp).
- Η τότε διοίκηση, υπό την πίεση των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν, προσέφυγε σε αναγκαστικές λύσεις, οι οποίες τελικά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές και δεν επέτρεψαν την εκκαθάριση του ισολογισμού της τράπεζας από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προκειμένου στη συνέχεια να της επιτρέψουν να επικεντρωθεί στο στόχο της υγιούς πιστωτικής επέκτασης και της επίτευξης διατηρήσιμης κερδοφορίας.
- Εν ολίγοις, η μη πρόσβαση εξ αρχής στα κεφάλαια του ΤΧΣ, και αργότερα σε μια συστημική λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως ο ‘Ηρακλής’ που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών, αλλά και η σημαντική ζημιά που είχε επέλθει στα χαρτοφυλάκια και στη φήμη της τράπεζας από τα γεγονότα που προηγήθηκαν, ήταν οι κύριοι λόγοι που εμπόδισαν την πρόοδο στον τομέα της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου της και στην εύρεση αξιόπιστου ιδιώτη επενδυτή» είπε ο κ. Στουρνάρας.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Στουρνάρα εδώ