Στουρνάρας: Το δεύτερο lockdown θα καθυστερήσει την ανάκαμψη
Την άποψη πως η υγειονομική κρίση αποτελεί αξιοσημείωτη ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις εξέφρασε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου με τίτλο «Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις στην Ελλάδα των προγραμμάτων προσαρμογής 2010-2018», όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στις προκλήσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στην περίοδο μετά την πανδημία.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή του πως η έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού από τις αρχές Οκτωβρίου και έπειτα και τα νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ στις 7 Νοεμβρίου, αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας το τέταρτο τρίμηνο του 2020 και να καθυστερήσουν την ανάκαμψη.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η πανδημία έχει επιφέρει σημαντικές προκλήσεις στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και βιωσιμότητας των δημοσιονομικών μεγεθών και πως σκοπός της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη περίοδο θα πρέπει να είναι η μείωση κατά το δυνατόν των κινδύνων που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την υγειονομική κρίση σε μια νέα κρίση χρέους.
«Οι συνθήκες της πανδημίας έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας ως προς τα οικονομικά μεγέθη, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των μακροοικονομικών μεταβλητών», είπε ωστόσο σημείωσε πως παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
«Κατ’ επέκταση, η βραχύβια επιβάρυνση του δημόσιου χρέους και των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα. Για αυτό το λόγο, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να είναι έτοιμες να ενταχθούν πλήρως στους κανόνες του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, μόλις αυτοί ενεργοποιηθούν εκ νέου», ανέφερε.
Κατά τον ίδιο στην περίοδο μετά την πανδημία, η αποκατάσταση της μακροοικονομικής ισορροπίας με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να είναι προτεραιότητα, επαναφέροντας παράλληλα σταδιακά τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα προκειμένου η οικονομία να προετοιμαστεί όχι μόνο για μια ασφαλή και πλήρη επανεκκίνηση, αλλά πολύ περισσότερο για την επάνοδό της σε μια στέρεη αναπτυξιακή τροχιά επενδύοντας στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία. Επίσης, τόνισε, πως το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση χαμηλού κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, παρέχοντας εμπιστοσύνη στους επενδυτές.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, λόγω του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία, η δημοσιονομική στήριξη θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό χαρακτήρα και να στηρίζεται σε φιλικές προς την ανάπτυξη δημόσιες δαπάνες, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
«Η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση», κατέληξε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.