Σβήνουν οι μηχανές ελληνικών βιομηχανιών
Η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία συμβάλλει στο 87% της αξίας των εξαγωγών αγαθών και στο 42% των συνολικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών). Παράλληλα, συνεισφέρει το 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων και το 13% των αμοιβών των εργαζομένων στην Ελλάδα. ΑΠΕ
Οταν άρχισαν να λαμβάνονται μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που πλήττονται από την πανδημία, η βιομηχανία ήταν εκτός των ραντάρ των αρμόδιων κυβερνητικών αξιωματούχων, που στράφηκαν στους παραδοσιακούς «αγαπημένους» όλων των κυβερνήσεων: τουρισμός, εστίαση, λιανεμπόριο. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές ημέρες για να αντιληφθούν ότι η εξάπλωση του κορωνοϊού και οι μεγάλες αναταράξεις που προκαλεί στην παγκόσμια οικονομία επιφέρουν ένα ισχυρό πλήγμα και στη βιομηχανία, η οποία έτσι κι αλλιώς δοκιμάζεται από τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης. Βαθιά τραυματισμένη από τη μακρά κρίση της ελληνικής οικονομίας, η εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία βρίσκεται και πάλι με την πλάτη στον τοίχο, καθώς οι παραγγελίες από πελάτες μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες διοχετεύουν τα προϊόντα τους μέρα με τη μέρα περιορίζονται ή και ακυρώνονται. Κλάδοι που γνώρισαν μεγάλη συρρίκνωση στα χρόνια της κρίσης, όπως της χαλυβουργίας και της κλωστοϋφαντουργίας, είναι και οι πρώτοι που δέχονται ισχυρές πιέσεις.
Μέχρι στιγμής, δύο χαλυβουργεία και τέσσερις κλωστοϋφαντουργίες ανακοίνωσαν προσωρινή αναστολή λειτουργίας αναζητώντας στήριξη στα μέτρα προστασίας της κυβέρνησης. Η Βιοχάλκο ανέστειλε τη λειτουργία των εργοστασίων χάλυβα δύο θυγατρικών της εταιρειών, των Σιδενόρ και Σοβέλ, και η πλειονότητα των περίπου 900 εργαζομένων τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 2 Απριλίου και για ένα μήνα. Σε αναστολή της παραγωγικής τους δραστηριότητας προχώρησαν και οι κλωστοϋφαντουργίες, Ναυπάκτου, Βαρβαρέσου, Φιερατέξ και «Επίλεκτος», θέτοντας σε καθεστώς διαθεσιμότητας περί τους 600 εργαζομένους συνολικά. Το ίδιο διάστημα είχαμε και το πρώτο προσωρινό λουκέτο από τον κλάδο των τροφίμων. Η κάθετη πτώση της κατανάλωσης οδήγησε τη διοίκηση της εταιρείας Μαλαματίνα στην απόφαση για αναστολή της παραγωγής της.
Ο κατάλογος των βιομηχανιών που θα υποχρεωθούν να σβήσουν τις μηχανές παραγωγής, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, θα διευρύνεται μέρα με τη μέρα. Ηδη, όπως παρατηρούν, ένας μεγάλος αριθμός βιομηχανιών παράγει στοκάροντας προϊόντα, διαδικασία που δεν μπορεί να συνεχίζεται για μεγάλο διάστημα λόγω και του κόστους αποθήκευσης, ενώ τα προβλήματα ρευστότητας έχουν επιδεινωθεί, με αποτέλεσμα οι αντοχές να στενεύουν. Η εικόνα που μεταφέρεται από την αγορά είναι ότι, με εξαίρεση τον κλάδο τροφίμων, φαρμάκων και μεταφορών, που εμφανίζουν αυξημένες πωλήσεις, όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες στη μεταποιητική βιομηχανία υπολειτουργούν. Πέραν της μειωμένης ζήτησης, πολλοί κλάδοι αντιμετωπίζουν και ελλείψεις σε πρώτες ύλες, πρόβλημα που εκτιμάται ότι θα επιδεινωθεί το αμέσως επόμενο διάστημα.
Μία στις τέσσερις βιομηχανίες στην ελληνική περιφέρεια έχει αναστείλει τη λειτουργία της το διάστημα 13-31 Μαρτίου, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) για τις επιπτώσεις από τα μέτρα του κορωνοϊού. Το 90% των μεταποιητικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, δηλώνει πλέον ότι πλήττεται από την πανδημία του κορωνοϊού, σε αντίθεση με το 45% της πρώτης έρευνας που διεξήχθη στις 13 Μαρτίου. Η πτώση του κύκλου εργασιών σε ετήσια βάση αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από το 60%, ενώ μόνο το 18% των μεταποιητικών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι θα είναι κερδοφόρο το 2020.
Η επιδείνωση του κλάδου της βιομηχανίας τον Μάρτιο αποτυπώθηκε και στον δείκτη υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση (PMI), o oποίος υποχώρησε στις 42,5 μονάδες από τις 56,2 μονάδες τον Φεβρουάριο, πέφτοντας κάτω από το 50% που υποδηλώνει ύφεση. Μάλιστα, σύμφωνα με την IHS Markit, που καταρτίζει τον δείκτη, η παραγωγή μειώθηκε τον Μάρτιο με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το απόγειο της κρίσης δημοσίου χρέους, τον Ιούλιο του 2015.
Για μια πρωτόγνωρη κρίση, που εκδηλώνεται ταυτόχρονα και στην προσφορά και στη ζήτηση, μιλούν στην «Κ» εκπρόσωποι της βιομηχανίας, η αγωνία των οποίων επικεντρώνεται και στην επόμενη μέρα. Η επανεκκίνηση της οικονομίας στη βάση ενός μοντέλου που θα επιδοτεί την παραγωγή και όχι την κατανάλωση είναι αυτό που αναμένει ο κλάδος της μεταποίησης. «Η ενίσχυση της βιομηχανίας, μετά το πλήγμα που δέχεται ο τουρισμός και η οικονομία λόγω της μεγάλης συμμετοχής του στο ΑΕΠ, προβάλλει σήμερα σαν αυτονόητη επιλογή», τονίζουν εκπρόσωποι της βιομηχανίας. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της μεταποίησης για την οικονομία και να δει αυτή την κρίση ως μια ευκαιρία για ένα αναπτυξιακό μοντέλο που θα στηρίζεται στην παραγωγή. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς το τρίπτυχο «χαμηλό κόστος ρεύματος, χαμηλή φορολογία, χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές», τονίζουν και με πραγματική αγωνία για το αύριο δηλώνουν: «Θα είναι οδυνηρό να διοχετεύσουμε και πάλι τη ρευστότητα στην κατανάλωση».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία συμβάλλει στο 87% της αξίας των εξαγωγών αγαθών και στο 42% των συνολικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών).
Προσωρινά «λουκέτα» σε κλωστοϋφαντουργίες
Παρά τα χρόνια προβλήματα, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας βρισκόταν, πριν ξεσπάσει η κρίση της πανδημίας, σε τροχιά ανάκαμψης, ενώ ορισμένες συμφωνίες αναδιάρθρωσης δανείων είχαν ολοκληρωθεί. Ωστόσο, η επιβολή του lockdown όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, όπου κατευθύνονται οι εξαγωγές ενός ιδιαίτερα εξωστρεφούς κλάδου, έχει πλήξει ιδιαίτερα μια παραγωγική δραστηριότητα η οποία συμβάλλει στο ΑΕΠ με ποσοστό της τάξεως του 8%. Δεδομένου ότι η πτώση της παραγωγής αγγίζει ακόμη και το 90%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, κατά την περασμένη εβδομάδα και σε μια χρονική περίοδο ενόψει Πάσχα, οπότε η ζήτηση καταγράφει κάμψη, εταιρείες του κλάδου, όπως η «Βαρβαρέσος», η «Επίλεκτος», η «Φιερατέξ» και η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου, προχώρησαν σε αναστολή των εργασιών τους.
«Οι συνθήκες εργασίας, όπου μεγάλος αριθμός εργαζομένων βρίσκεται στον ίδιο χώρο, επιτάσσουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων κατά της διασποράς του κορωνοϊού», σημειώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών, Ελευθέριος Κούρταλης. Το ζητούμενο είναι, όπως προσθέτει, ποιες εταιρείες θα καταφέρουν να παραμείνουν ανοιχτές την επόμενη ημέρα, εκτιμώντας ότι οι μικρές βιοτεχνίες, που δραστηριοποιούνται κυρίως στο αντικείμενο της κοπής – ραφής, ίσως να μην είναι σε θέση να επαναλειτουργήσουν. «Ενδεχομένως να απαιτείτο η χρηματοδοτική στήριξη, μέσω χαμηλότοκων δανείων, εταιρειών του κλάδου που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια βιωσιμότητας», εξηγεί ο κ. Κούρταλης.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Επίλεκτος» Ευριπίδης Δοντάς αναφέρει ότι η ζήτηση στην Ελλάδα, όπως και στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, έχει «παγώσει», με αποτέλεσμα η υποχώρηση της δραστηριότητας, συνολικά του κλάδου, ενδεχομένως να αγγίζει το 90%. Στον αντίποδα, κλωστοϋφαντουργίες που έχουν ως πελάτες εταιρείες παραγωγής υγειονομικού υλικού έχουν ενισχύσει κατακόρυφα τη δραστηριότητά τους και τον τζίρο τους σε ποσοστό έως και 30%. «Με την εικόνα να μην είναι ομοιόμορφη εν γένει, θα λέγαμε ότι το ποτήρι είναι μισοάδειο ως προς τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην κλωστοϋφαντουργία. Ενδεχομένως η σημερινή κρίση να αποτελεί αφορμή για επανεκκίνηση του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας σε Ελλάδα και Ευρώπη, με στόχο να περιοριστεί η εξάρτηση της ευρωπαϊκής αγοράς από εισαγωγές από τρίτες χώρες. Ενδεικτικά, η χώρα μας παράγει 340.000 τόνους βαμβάκι, αλλά μεταποιεί μόλις 10.000 τόνους, με την υπόλοιπη ποσότητα να εξάγεται στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και σε άλλες τρίτες χώρες», σημειώνει. Η κλωστοϋφαντουργία εξάγει το 70% της παραγωγής της, ενώ το 2019 οι εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ένδυσης, σημείωσαν αύξηση 30,4%, καταγράφοντας την υψηλότερη επίδοση από το 2008.
Η πλαστικοβιομηχανία
Ενας ακόμη βιομηχανικός κλάδος με συνεισφορά περίπου 3 δισ. ευρώ ή 1,6% στο ΑΕΠ, η πλαστικοβιομηχανία, δοκιμάζεται από την πανδημική κρίση, με την εικόνα να μην είναι ομοιόμορφη, καθώς οι μονάδες που παράγουν υλικά συσκευασίας τροφίμων και σακούλες αντέχουν, έχοντας αυξήσει την παραγωγή τους για να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. «Τα πλαστικά έχουν επηρεαστεί από την πτώση της ζήτησης στον τουρισμό, στην εστίαση και στο λιανεμπόριο, ενώ τα πλαστικά μιας χρήσης βάλλονται λόγω της αβεβαιότητας που προκύπτει από την επικείμενη νομοθεσία. Εξαιτίας όλων των παραπάνω, πλήττεται ο σημαντικός αυτός κλάδος για την ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας», αναφέρει στην «Κ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Πλαστικών Ελλάδος (ΣΒΠΕ) Βασίλης Γούναρης.
Για τον Δημήτρη Σύρμο, επικεφαλής των εταιρειών Powermix (παραγωγή πολυμερών) και Rotosal, που δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στην παραγωγή δεξαμενών, υπήρξε μονόδρομος η αναστολή της δραστηριότητας. «Αξιοποιήσαμε όσα προβλέπει η νομοθεσία για τους εργαζομένους μας δεδομένου ότι η ζήτηση είναι ανύπαρκτη για ογκώδη πλαστικά, όπως δεξαμενές αποθήκευσης και σωλήνες», εξηγεί.
Αντιθέτως, για τη βιομηχανία πλαστικών – χάρτου Civil, με πελάτες βιομηχανίες τροφίμων, φαρμακοβιομηχανίες και εταιρείες καθαρισμών, η παραγωγή σε σχέση με πέρυσι έχει ελαφρώς αυξηθεί. «Η ζήτηση για πλαστικά παραμένει σημαντική από τα σούπερ μάρκετ, τις βιομηχανίες τροφίμων και τις φαρμακοβιομηχανίες», σημειώνει ο επικεφαλής της Civil Ιωάννης Κασελίμης.