Συναλλαγές 43 δισ. με «πλαστικό χρήμα» το 2020
Οι ηλεκτρονικές πληρωμές, εντός του τρέχοντος έτους, αναμένεται να διαμορφωθούν κοντά στα 37 δισ. ευρώ και για το 2020 ο στόχος είναι να αυξηθούν κατά περίπου 6 με 7 δισ. ευρώ.
Την αντίδραση της αγοράς στα μέτρα που υλοποιεί τόσο μέσω του φορολογικού όσο και μέσω του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που έρχεται στις αρχές του χρόνου στη Βουλή, περιμένει να καταγράψει το οικονομικό επιτελείο.
Οι στόχοι είναι πολύ συγκεκριμένοι: να αυξηθούν οι πληρωμές με «πλαστικό χρήμα» κατά τουλάχιστον 6 με 7 δισ. ευρώ μέσα στο 2020, και να επανέλθουν τα δηλωθέντα εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων στα προ νόμου Κατρούγκαλου επίπεδα, φτάνοντας και πάλι στα 5-5,5 δισ. ευρώ από τα 3 δισ. ευρώ που υποχώρησαν στην περίοδο 2016-2019 κυρίως λόγω της σύνδεσης των εισφορών με το εισόδημα. Ζητούμενο είναι επίσης η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας αλλά και του αριθμού των μεταβιβάσεων ακινήτων, καθώς και η δημιουργία κύματος αναβάθμισης ή επισκευής των ακινήτων, με τις πληρωμές να γίνονται από τους ιδιοκτήτες πάνω και όχι κάτω από το τραπέζι. Από τον επιχειρηματικό κόσμο αναμένεται αύξηση των δηλωθέντων κερδών κατά τουλάχιστον 10% (αντιστοιχεί σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ) αλλά και αύξηση των επενδύσεων, καθώς από τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 24% αλλά και της εργοδοτικής εισφοράς, απελευθερώνονται πόροι άνω των 700 εκατ. ευρώ από τα ταμεία των επιχειρήσεων. Εκτός από το αν θα επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει η κυβέρνηση, το 2020 θα απαντηθεί ένα ακόμη ερώτημα: αν θα επεκταθεί ακόμη περισσότερο η αυτοαπασχόληση στην Ελλάδα, η οποία μετά τις αλλαγές που προωθούνται γίνεται πολύ ελκυστικότερη φορολογικά και ασφαλιστικά συγκριτικά με τη μισθωτή εργασία. Ακόμη και οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν περισσότερους λόγους να αναθέσουν έργο σε «συνεργάτες» παρά να προσλάβουν υπαλλήλους, καθώς το μη μισθολογικό κόστος που θα επωμιστούν θα είναι σαφώς μικρότερο για τον συνεργάτη, παρά για τον υπάλληλο.
– Οι επιχειρήσεις θα κερδίσουν διπλά μέσα στο 2020. Πέραν του «έκτακτου μερίσματος» που θα εισπράξουν μέσα στον Δεκέμβριο λόγω μείωσης της προκαταβολής φόρου (από το 100% στο 95%), τον Ιούλιο του 2020 θα πληρώσουν και λιγότερο φόρο εισοδήματος και μικρότερη εργοδοτική εισφορά. Ο φόρος του 2020 θα είναι μειωμένος περίπου κατά 30%, ενώ η εργοδοτική εισφορά θα μειωθεί κατά 0,5% για όλους τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Η ρευστότητα των εταιρειών με αυτά τα δύο μέτρα θα ενισχυθεί περίπου κατά 700 εκατ. ευρώ. Στο οικονομικό επιτελείο θέλουν αυτό να μεταφραστεί σε πρόσθετες επενδύσεις και προσλήψεις αλλά και σε αύξηση των δηλωθέντων κερδών από τα 14 δισ. ευρώ σήμερα, σε τουλάχιστον 15-15,5 δισ. ευρώ.
– Οι ηλεκτρονικές πληρωμές μέσα στο 2019 αναμένεται να διαμορφωθούν περίπου στα 37 δισ. ευρώ. Για το 2020, ο στόχος είναι να αυξηθούν κατά περίπου 6-7 δισ. ευρώ ξεπερνώντας τα 43 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση έχει ποντάρει πολλά στο μέτρο των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών, το οποίο μπορεί να αποφέρει ακόμη και πάνω από 550 εκατ. ευρώ σε δημόσια έσοδα. Στο υπουργείο Οικονομικών περιμένουν αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών ακόμη και από τους καταναλωτές που ήδη ξεπερνούν το 30% του εισοδήματός τους.
– Η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα επέφερε τη μείωση των εισοδημάτων από τα 5,5 στα 3 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι με την «αποσύνδεση» θα αναστραφεί αυτή η πορεία και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα επανέλθουν τουλάχιστον στα επίπεδα του 2016 όσον αφορά τα δηλωθέντα εισοδήματα των επαγγελματιών. Από τη στιγμή που οι εισφορές θα είναι «κλειδωμένες» στα 210 ευρώ (και ο φορολογικός συντελεστής δεν θα ξεπερνά το 22% για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ) ο επαγγελματίας έχει πολύ μικρότερο κίνητρο φοροδιαφυγής αλλά και την ευκαιρία να δηλώνει υψηλότερα εισοδήματα για να καλύπτει τεκμήρια και να διεκδικεί με μεγαλύτερες αξιώσεις χρηματοδότηση από την τράπεζα.
– Το «πάγωμα» του ΦΠΑ στην οικοδομή δημιουργεί προσδοκίες και για έκδοση νέων οικοδομικών αδειών και για αύξηση των επενδύσεων σε ακίνητα που έχουν χτιστεί μετά το 2006. Οποιοδήποτε ακίνητο αγοραστεί από το 2020 μέχρι και το τέλος του 2022, είτε θα απαλλάσσεται του φόρου μεταβίβασης είτε θα επιβαρύνεται με φόρο μόλις 3%. Ετσι, η αγορά ακινήτου γίνεται «φθηνότερη». Οι κατασκευαστές, χτίζοντας καινούργιες πολυκατοικίες μέσα σε αυτή την 3ετία, διασφαλίζουν ότι θα υπάρχει απόθεμα ακινήτων που θα απαλλάσσονται του ΦΠΑ και μετά την 3ετία. Το ζητούμενο είναι, επομένως, να αυξηθεί η οικοδομική δραστηριότητα και ο αριθμός των μεταβιβάσεων ακινήτων σε τουλάχιστον 100.000 – 120.000 τον χρόνο.
– Η έκπτωση φόρου του 40% για επενδύσεις έως 16.000 ευρώ, διασφαλίζει μείωση φόρου 6.400 ευρώ σε βάθος τεσσάρων ετών, δηλαδή 1.600 ευρώ ανά έτος. Το αντικίνητρο αξιοποίησης της έκπτωσης (σ.σ. η απώλεια της μείωσης 5% στο εισόδημα από ενοίκια) δεν υπάρχει πλέον, οπότε ο ιδιοκτήτης που θα πληρώσει ηλεκτρονικά τους τεχνίτες, μπορεί να εξασφαλίσει ακόμη και ότι δεν θα πληρώσει καθόλου φόρο για τα ενοίκια που θα εισπράξει για μια ολόκληρη 4ετία. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης που θα επενδύσει 15.000 ευρώ σε ένα διαμέρισμα το οποίο στη συνέχεια θα ενοικιάσει προς 950 ευρώ τον μήνα, θα γνωρίζει ότι ο φόρος γι’ αυτά τα ενοίκια θα είναι μηδενικός για τέσσερα χρόνια. Και αυτό διότι η έκπτωση που θα εξασφαλίσει από την επένδυση, θα υπερκαλύπτει τον φόρο που θα αντιστοιχεί σε αυτά τα ενοίκια. Ετσι, η απόσβεση της επένδυσης για την ανακαίνιση του ακινήτου θα γίνει σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Η λύση της προσωπικής εταιρείας
Την περίοδο από το 2017 έως και σήμερα, το βασικό αίτημα όσων ήθελαν να ξεκινήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα προς τους λογιστές τους ήταν ένα: «Να συστήσουμε ΙΚΕ». Παρά το γεγονός ότι οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες έχουν υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων (κάτι που σημαίνει τήρηση ταμείου, δημοσίευση ισολογισμού και αυξημένα λογιστικά έξοδα), το «παράθυρο» αποφυγής των υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών καθιστούσε τη συγκεκριμένη λύση αρκετά ελκυστική συγκριτικά με τις ατομικές ή τις προσωπικές εταιρείες.
Από 1/1/2020, όμως, το σκηνικό αλλάζει άρδην. Με τη θέσπιση συγκεκριμένου ποσού εισφορών ανεξαρτήτως κερδών (κατ’ ελάχιστον 210 ευρώ) και τη μείωση του φορολογικού συντελεστή (9% για τις ατομικές εταιρείες έως του ποσού των 10.000 ευρώ), αλλά και 24% για τις προσωπικές εταιρείες, η λύση της προσωπικής ή της ατομικής εταιρείας μπορεί να είναι σαφώς πιο συμφέρουσα ανάλογα βέβαια και με το ύψος των κερδών.
Ενας επαγγελματίας που θα βγάζει κέρδη 15.000 ευρώ σε ετήσια βάση, από το νέο έτος θα πληρώνει 2.000 ευρώ φόρο εισοδήματος και 2.520 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές συν τα 650 ευρώ του τέλους επιτηδεύματος. Ετσι, θα του απομένουν 9.764 ευρώ καθαρά.
Αν επιλέξει τη λύση της προσωπικής εταιρείας (ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη), το εναπομένον κέρδος θα είναι 8.164 ευρώ, ενώ με την ΙΚΕ (η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να μην επιβαρύνει τον μέτοχο με ασφαλιστικές εισφορές) τα καθαρά κέρδη μετά και τον φόρο μερισμάτων θα είναι 9.830 ευρώ. Φαινομενικά, ατομική εταιρεία και ΙΚΕ αφήνουν το ίδιο καθαρό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, το κόστος λειτουργίας μιας ΙΚΕ είναι σαφώς μεγαλύτερο συγκριτικά με μια ατομική επιχείρηση η οποία τηρεί απλογραφικά βιβλία και δεν επωμίζεται τα κόστη που συνεπάγονται η δημοσίευση ισολογισμών, η τήρηση του ταμείου κ.λπ. Στελέχη της αγοράς περιμένουν ανακοπή στο κύμα προτίμησης των ΙΚΕ από το νέο έτος.