Συνεχίζουν να επωμίζονται λίγοι τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη


Διατηρείται η ακραία φορολογική επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους, υπογράμμισε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας.

Αιχμές για τις επιλογές που έγιναν στις φορολογικές ελαφρύνσεις και το συνταξιοδοτικό διατύπωσε, την Τετάρτη, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος.

«Οι πρόσφατες παρεμβάσεις καθιστούν το σύστημα φορολογίας εισοδήματος ακόμη περισσότερο προοδευτικό και διατηρούν ακραία φορολογική επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους», υπογράμμισε ο κ. Βέττας.

«Από κοινού με τις παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί στο ασφαλιστικό σύστημα ευνοούν σχετικά περισσότερο την αυτοαπασχόληση και μικρή επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με τη μισθωτή απασχόληση, εξέλιξη που δεν συντείνει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειας της οικονομίας».

Ο κ. Βέττας τόνισε ότι είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί η θετική συγκυρία που υπάρχει σήμερα για να αντιμετωπιστούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προβλήματα και να μην κινδυνεύσουμε να κυλήσουμε σε 10 χρόνια σε καταστάσεις ανάλογες με αυτές που μας οδήγησαν στα μνημόνια.

«Προς αυτή την κατεύθυνση», είπε, «θα ήταν ιδιαίτερα θετική η μείωση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή εργασία, του ιδιαίτερα υψηλού ορίου του ασφαλιστέου εισοδήματος, της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας και ευελιξίας των συντάξεων μέσω δεύτερου και τρίτου πυλώνα και η άμβλυνση της ακραίας προοδευτικότητας του φορολογικού εισοδήματος».

Το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2020 θα κινηθεί μεταξύ 2,2% και 2,5%, έναντι πρόβλεψης του προϋπολογισμού για 2,8%. Για το 2019 εκτιμά ότι διαμορφώθηκε στο 2,1%.

Ο κ. Βέττας σημείωσε ότι η οικονομία βρίσκεται σε στάδιο επιταχυνόμενης πραγματικής μεγέθυνσης, πως η καταναλωτική εμπιστοσύνη και το οικονομικό κλίμα ευρύτερα ενισχύονται σε υψηλά επίπεδα εικοσαετίας και δωδεκαετίας αντίστοιχα. «Η άρση της ακραίας αβεβαιότητας που κυριάρχησε για μία σχεδόν δεκαετία, έχει από μόνη της ευεργετικά αποτελέσματα», είπε. Ωστόσο, τόνισε παράλληλα ότι «το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στη χώρα μας παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης».

Οπως είπε, «οι επενδύσεις παραμένουν σε ακραία χαμηλό επίπεδο, παρά τη βελτίωση των προσδοκιών. Αλίμονο, αν την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά δεν επιτευχθούν οι στόχοι».

«Μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης», προειδοποίησε. «Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη. Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα. Μόνο εάν αυτό συμβεί η μεγέθυνση της οικονομίας που καταγράφεται σήμερα θα οδηγήσει σε συνθήκες για ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα».

Απαντώντας σε ερώτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, ο κ. Βέττας είπε, εξάλλου, ότι ίσως πρέπει να εξεταστεί το ερώτημα της αποσύνδεσής του από τα επιδόματα.

kathimerini.gr