Τα σενάρια για τις φορολογικές δηλώσεις
Περισσότερες από 400.000 φορολογικές δηλώσεις είχαν υποβληθεί το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, σε αντίθεση με φέτος, που ο αριθμός τους δεν ξεπερνάει τις μερικές εκατοντάδες. Η πανδημία ανάγκασε την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων να καθυστερήσει το άνοιγμα της ηλεκτρονικής πύλης, καθώς δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία εφαρμογών για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.
Οπως όλα δείχνουν, η τάση που καταγράφεται σήμερα αναμένεται να συνεχισθεί τουλάχιστον μέχρι τα μέσα Μαΐου, χωρίς κανένας να είναι σε θέση να εκτιμήσει το πότε θα ολοκληρωθεί η διαδικασία. Με βάση τη νομοθεσία η υποβολή των δηλώσεων ολοκληρώνεται στις 30 Ιουνίου, ενώ η πρώτη δόση πληρώνεται στα τέλη Ιουλίου. Ωστόσο, τα προβλήματα στην οικονομία, οι επιχειρήσεις που υπολειτουργούν και τα κλειστά σε αρκετές περιπτώσεις λογιστικά γραφεία δεν επιτρέπουν τη μαζική υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, με αποτέλεσμα να εξετάζεται η παράταση τόσο της υποβολής τους όσο και της καταβολής των φόρων από τους υπόχρεους που θα λάβουν χρεωστικό σημείωμα. Μάλιστα το οικονομικό επιτελείο εξετάζει να «σπάσει» τις τρεις διμηνιαίες δόσεις που ισχύουν σήμερα για την πληρωμή των φόρων σε οκτώ μηνιαίες δόσεις. Επίσης, εξετάζεται η χορήγηση κινήτρων στους πληττομένους προκειμένου να πληρώσουν τους φόρους τους εμπρόθεσμα, ει δυνατόν και εφάπαξ.
Η ΑΑΔΕ υπολογίζει ότι φέτος θα υποβληθούν περισσότερα από 6,5 εκατομμύρια δηλώσεις, που αντιστοιχούν σε περίπου 9 εκατομμύρια εκκαθαριστικά σημειώματα. Από πέρυσι, στις περιπτώσεις κοινής δήλωσης συζύγων, η βεβαίωση του φόρου ή η επιστροφή φόρου, κατά περίπτωση, αφορά τον κάθε σύζυγο χωριστά και δεν γίνεται συμψηφισμός μεταξύ χρεωστικού και πιστωτικού ποσού μεταξύ των συζύγων. Δηλαδή, στις κοινές δηλώσεις συζύγων η εκτύπωση του εκκαθαριστικού γίνεται με τους κωδικούς πρόσβασης του καθενός συζύγου και σε περίπτωση που η σύζυγος δεν διαθέτει κωδικούς πρόσβασης στο Taxisnet οι πράξεις προσδιορισμού φόρου εκτυπώνονται με τους κωδικούς του συζύγου. Αν προκύψει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό θα επιστραφεί μέσω των τραπεζών. Τονίζεται ότι αν το επιστρεφόμενο ποσό προέρχεται από προκαταβολή προηγούμενου έτους που δεν εξοφλήθηκε, καθώς και αν υπάρχει οποιαδήποτε οφειλή στο Δημόσιο ή στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, η επιστροφή του φόρου (πιστωτικού υπολοίπου) θα συμψηφιστεί.