Τα τρία «κλειδιά» για την πορεία της ελληνικής αγοράς κατοικίας


Η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματικότητα των μέτρων στήριξης της οικονομίας, αλλά και η αποφυγή ενός νέου κύματος κρουσμάτων που θα γεννούσε μια σοβαρή υγειονομική κρίση, θα κρίνουν τελικά και τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας.

Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η αρνητική επίδραση της πανδημίας στην αγορά κατοικίας της Ελλάδας, η οποία μέχρι και το φετινό πρώτο τρίμηνο κατέγραφε αύξηση τιμών κατά 6,9%, σε συνέχεια της αύξησης κατά 7,3% (και 10,4% στην Αθήνα) στη διάρκεια του 2019. Ωστόσο, η έκταση της επίπτωσης θα κριθεί κατ’ αρχάς από το πόσες θέσεις εργασίας θα επηρεαστούν από την κρίση, αλλά και πόσο γρήγορα θα επιστρέψει η ζήτηση από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα. Τα παραπάνω επισημαίνει ανάλυση του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar, όπου σημειώνεται ότι «η πανδημία πρόκειται να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας και από το σοκ που θα δημιουργηθεί πιθανόν να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικοδομική δραστηριότητα και στον όγκο των αγοραπωλησιών κατοικιών κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου του 2020. Ετσι αυξάνεται η αβεβαιότητα για την πορεία της αγοράς κατοικίας και τις τιμές κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους».

Σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, είναι σαφές ότι, όποτε αυξάνεται η ανεργία, υποχωρεί η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα και μειώνονται οι αγοραπωλησίες, καθώς περιορίζεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Στην προκειμένου περίπτωση αυτό θα συμβεί και λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας γύρω από την πορεία της πανδημίας και το μέλλον της οικονομίας, που θα επιδράσουν στην ψυχολογία των πολιτών. Η κυβέρνηση, ωστόσο, έχει λάβει σημαντικά μέτρα για τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας και τη στήριξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών, σε συνδυασμό και με την ενίσχυση των προοπτικών ταχύτερης ανάκαμψης της οικονομίας (π.χ. μέσω της επιτάχυνσης των επενδυτικών προγραμμάτων).

Ως εκ τούτου, η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματικότητα των παραπάνω δράσεων, αλλά και η αποφυγή ενός νέου κύματος κρουσμάτων που θα γεννούσε μια σοβαρή υγειονομική κρίση κατά το δεύτερο μισό του 2020, θα κρίνουν τελικά και τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας. Υπενθυμίζεται πως η οικονομική δραστηριότητα με βάση τον αριθμό των αδειών αυξήθηκε κατά 41% το φετινό πρώτο τρίμηνο και 12% συνολικά το 2019, αλλά μειώθηκε κατά 23% τον φετινό Απρίλιο. Αρκετά θα εξαρτηθούν και από τη ζήτηση από το εξωτερικό. Το 2019 εισέρρευσε στη χώρα 1,5 δισ. ευρώ από το εξωτερικό, με το 80% να προέρχεται από χώρες της Ε.Ε., κυρίως τη Γερμανία και την Ολλανδία, και το υπόλοιπο 20% από χώρες εκτός Ε.Ε. (στο πλαίσιο του προγράμματος «χρυσή βίζα»), κυρίως την Κίνα, τη Ρωσία και αραβικές χώρες. Η σημαντική εξάρτηση της αγοράς κατοικίας από αγοραστές του εξωτερικού σημαίνει ότι πλέον είναι κρίσιμο στοιχείο και η ταυτόχρονη ανάκαμψη των οικονομιών των παραπάνω χωρών. Εν μέσω της αβεβαιότητας που γεννάει η υγειονομική κρίση, η DBRS σημειώνει ότι «οι ξένοι επενδυτές μπορεί να αναστείλουν ή να καθυστερήσουν τις αποφάσεις τους, έως ότου μπορέσουν να ταξιδέψουν με μεγαλύτερη ευκολία και έχουν ξεκαθαρίσει περισσότερα πράγματα σχετικά με την πανδημία.

Σύμφωνα με τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης, παρότι οι πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος είναι θετικές (π.χ. μείωση ΕΝΦΙΑ, αναστολή ΦΠΑ 24% στις νέες οικοδομές, κίνητρα για εργασίες ανακαινίσεων/ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτων, μείωση γραφειοκρατίας και ψηφιοποίηση εγγράφων και πιστοποιητικών), η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες ολοκλήρωσης μιας αγοραπωλησίας, την ισχύ των συμβολαίων που υπογράφονται και τη διαχείριση των οικοδομικών αδειών. Η DBRS θεωρεί ότι περαιτέρω προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η αντιμετώπιση των υπόλοιπων δομικών αδυναμιών, ένα σταθερό φορολογικό σύστημα και η συνεχής βελτίωση της οικονομικής υγείας των τραπεζών θα αποτελέσουν «κλειδιά» για τη διατήρηση της ανάκαμψης της ελληνικής αγοράς κατοικίας.

kathimerini.gr