Ταχυδρόμησε τον εαυτό του για να σωθεί
Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και η περίπτωση του Henry «Box» Brown αποτελεί μια τέτοια τρανή απόδειξη. Ο Αφροαμερικανός σκλάβος της Βιρτζίνια είδε το δρόμο προς την ελευθερία μέσα από ένα ξύλινο κουτί. Απεγνωσμένος να σπάσει τα δεσμά της δουλείας ταχυδρόμησε τον εαυτό του ως εμπόρευμα στην Πενσιλβάνια, παίρνοντας ένα μεγάλο ρίσκο που όμως του βγήκε σε καλό.
Γεννήθηκε το 1815 στη Βιρτζίνια και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ως δούλος μαζί με τους γονείς του, τους τέσσερις αδερφούς και τις τρεις αδερφές του στη φυτεία του John Barret, του πρώην δημάρχου του Ρίτσμοντ, που ήταν ασυνήθιστα ευγενικός για ιδιοκτήτης δούλων. Στην αυτοβιογραφία του «Narrative of the Life of Henry Box Brown» περιγράφει τον Barret ως «ασυνήθιστα ευγενή». «Ακόμα και ένας ιδιοκτήτης σκλάβων μπορεί να είναι καλός. Φαινόταν σαν θεός σε εμάς» έγραφε χαρακτηριστικά.
Όταν ο Barret ήταν ετοιμοθάνατος ο Henry πίστεψε ότι είχε έρθει η στιγμή να ζήσει ελεύθερος με την αγαπημένη του οικογένεια. Εξάλλου και ο γιος του αφέντη του William είχε απελευθερώσει 40 δούλους του. Με «τρεμάμενες καρδιές και όμορφα συναισθήματα» όπως έγραφε στο βιβλίο του, πήγαν στο αφεντικό τους που τελικά τους ενημέρωσε ότι τους μεταβίβαζε στην ιδιοκτησία του γιου του και ότι θα έπρεπε να τον υπακούουν σε ό,τι τους πρόσταζε.
Φαίνεται ότι ο John Barret πίστευε ότι ο γιος του θα είχε την ίδια ευγενική μεταχείριση με τον ίδιο στους σκλάβους του. Όμως το πρώτο πράγμα που έκανε ο William ήταν να χωρίσει την οικογένεια του Henry, μοιράζοντας τελικά τα μέλη της στα αδέρφια του.
Έχοντας στη βαλίτσα του μόνο πόνο ο 15χρονος Henry στάλθηκε σαν σκλάβος να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο καπνού στο Ρίτσμοντ και εκεί, πέντε χρόνια αργότερα, θα έβλεπε ξανά τη ζωή να του χαμογελά. Στα μάτια της Nancy, μιας σκλάβας που ανήκε στον Mr. Leigh, έναν υπάλληλο τράπεζας, γνώρισε τον έρωτα. Θέλησε να την παντρευτεί αλλά αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την άδεια του αφέντη της. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1836 αφού πρώτα ο Henry ζήτησε από τον ιδιοκτήτη της αγαπημένης του διαβεβαιώσεις ότι δεν θα τους χώριζε ποτέ. Και τις πήρε. Απέκτησαν τρία παιδιά και μια άνετη ζωή καθώς η δουλειά στο εργοστάσιο του απέφερε αρκετά χρήματα.
Όμως τον Αύγουστο του 1848 ο Henry θα βίωνε μια δεύτερη τραγωδία στη ζωή του. Ο αφέντης της συζύγου του αθέτησε την υπόσχεσή του και την έστειλε, μαζί με τα τρία παιδιά τους, σκλάβους στη βόρεια Καρολίνα. Όμως ο Henry το έμαθε αργά, όταν πια η οικογένεια του ήταν χιλιόμετρα μακριά. «Δεν ήμουν πολλές ώρες στη δουλειά μου όταν έμαθα ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου είχαν απομακρυνθεί από το σπίτι μας, είχαν πουληθεί σε δημοπρασία, είχαν κλειστεί σε φυλακή, και περίμεναν να αρχίσουν τη ζωή τους δίπλα σε έναν νέο ιδιοκτήτη. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια τα συναισθήματά μου» έλεγε ο Brown στην αυτοβιογραφία του. Η εγκυμονούσα Nancy και τα τρία παιδιά ανήκαν σε ένα γκρουπ 350 ατόμων που είχαν πουληθεί στον ίδιο άνθρωπο. Ο Henry ζήτησε από τον αφέντη του βοήθεια. «Μπορείς να βρεις άλλη γυναίκα» ήταν η ψυχρή του απάντηση. Από τότε δεν είδε ποτέ ξανά ούτε τη γυναίκα ούτε τα παιδιά του.
Το σχέδιο απόδρασης
Μετά από πολλούς μήνες θρήνου για το χωρισμό του από τους αγαπημένους του ο Henry πήρε την απόφαση να αλλάξει ριζικά τη ζωή του. Άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο απόδρασης από τα δεσμά του. Και ο τρόπος που σκέφτηκε ήταν ευφάνταστος. Θα έκλεινε τον εαυτό του σε ένα ξύλινο κουτί και θα τον ταχυδρομούσε στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, την πολιτεία που είχε απαλλαγεί από την σκλαβιά. «Η ιδέα διαπέρασε σαν φλας το μυαλό μου. Θα με έκλεινα σε ένα κουτί και θα με έστελνα σαν εμπόρευμα σε ένα ελεύθερο κράτος» έγραφε στην αυτοβιογραφία του.
Για την ολοκλήρωση του σχεδίου του ζήτησε βοήθεια από ένα μέλος της ενορίας στην οποία ανήκε, αλλά και έναν σαπουνοποιό ονόματι Samuel Smith, που αν και ο ίδιος ιδιοκτήτης σκλάβων, δέχτηκε να τον βοηθήσει. Ο Henry προσέλαβε έναν ξυλουργό για να κατασκευάσει το κιβώτιο, το οποίο επενδύθηκε με ένα μάλλινο ύφασμα. Είχε τρεις οπές κοντά στο σημείο που θα ήταν το πρόσωπό του, οι οποίες θα του επέτρεπαν να ανασαίνει. Πάνω είχε τοποθετηθεί μια ετικέτα που έγραφε: «Προσοχή, εύθραυστο».
Στις 23 Μαρτίου 1849 ο Brown φορτώθηκε στο κουτί και έμεινε κλεισμένος 27 ώρες, όσο διήρκεσε το ταξίδι προς την ελευθερία. Κανείς δεν μεταχειρίστηκε το κουτί με προσοχή με αποτέλεσμα να αναποδογυρίσει. «Ένιωσα τα μάτια μου να πρήζονται, σαν να ήταν έτοιμα να βγουν. Κρύος ιδρώτας έτρεχε» περιέγραφε. Όταν το κουτί έφτασε στον προορισμό του στα γραφεία της κοινότητας κατά του εμπορίου ανθρώπων στη Φιλαδέλφεια ο Brown προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έχασε τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε είπε έναν ψαλμό. «Υπέμενα για σένα Κύριε μου. Και εσύ ενδιαφέρθηκες και άκουσες το κάλεσμα μου».
Όντας ελεύθερος ο Brown έκανε περιοδεία στη Βοστόνη θέλοντας να μοιραστεί με τον κόσμο όσα είχε ζήσει. Το 1850 παντρεύτηκε ξανά και μετακόμισε στην Αγγλία, όπου δούλεψε σαν μάγος. Μέρος του σόου του ήταν και το κουτί με το οποίο ταξίδεψε και τελικά απελευθερώθηκε.