Τάσος Αναστασάτος: Χρηματοδοτούν οι τράπεζες την οικονομία;
Ο πιο δεσμευτικός περιορισμός αυτή τη στιγμή δεν είναι η προσφορά δανείων, όσο η ζήτηση. Παρότι η ζήτηση για δάνεια έχει ανακάμψει από πέρυσι, παραμένει ένα μικρό μέρος των προ κρίσης επιπέδων.
Η ευχερής χρηματοδότηση της οικονομίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Εχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι ανάπτυξη διατηρήσιμη και με υψηλούς ρυθμούς είναι πρακτικά αδύνατη όταν ταυτόχρονα η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική. Επομένως, καθώς η ελληνική οικονομία επιχειρεί να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάκαμψης, είναι εύλογο τα βλέμματα να στρέφονται προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Πολλοί παρατηρητές κατηγορούν τις ελληνικές τράπεζες ότι δεν δανειοδοτούν επαρκώς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη. Είναι, όμως, έτσι;
Μια πρώτη ματιά στα στατιστικά στοιχεία της ΤτΕ φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό: Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, τα δανειακά υπόλοιπα προς τον ιδιωτικό τομέα, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2019 κατά 11,2% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους. Παρεμφερείς ρυθμοί μείωσης σημειώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019, και μάλιστα στο τμήμα των χορηγήσεων που αφορά τις επιχειρήσεις η μείωση ήταν κατά τι μεγαλύτερη.
Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί αφορούν τις ακαθάριστες ροές. Εάν κάποιος κοιτάξει τις καθαρές ροές, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Οι καθαρές ροές, είτε σε απόλυτους αριθμούς είτε σε ρυθμούς μεταβολής, υπολογίζονται αφού ληφθούν υπόψη οι αναταξινομήσεις και μεταβιβάσεις δανείων και εταιρικών ομολόγων, οι διαγραφές, καθώς και οι συναλλαγματικές διαφορές.
Οι αναταξινομήσεις είναι σημαντικό τμήμα της εικόνας, καθότι περιλαμβάνουν ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι τράπεζες για να μειώσουν το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως πωλήσεις δανείων. Από τα σχετικά στοιχεία διαπιστώνεται ότι, από τα 13 δισ. ευρώ που μειώθηκαν τα ακαθάριστα υπόλοιπα των δανείων από την αρχή του έτους έως και τον Σεπτέμβριο, οι αναταξινομήσεις αντιστοιχούσαν σε 9,1 δισ. ευρώ, οι διαγραφές σε 3,3 δισ. ευρώ και οι συναλλαγματικές διαφορές σε 380 εκατ. ευρώ. Αντιθέτως, τα καθαρά επίπεδα χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν ήδη σταθεροποιηθεί. Οι μηνιαίες καθαρές ροές τείνουν προς το μηδέν (-721 εκατ. ευρώ, -402 εκατ. ευρώ και -92 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους αντιστοίχως) και το ίδιο ισχύει για τα προσαρμοσμένα υπόλοιπα χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα (-0,1%, -0,1% και -0,5% σε ετήσια βάση τους ίδιους μήνες).
Εάν μάλιστα κάποιος κοιτάξει τη χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, που είναι και το πιο κρίσιμο τμήμα για την ανάπτυξη, είναι ήδη σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (2,9%, 2,9% και 2,2% κατά τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους αντιστοίχως). Η θετική αυτή αλλαγή αναγνωρίζεται και στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα.
Μια ματιά στα κλαδικά στοιχεία αποδεικνύει ότι οι κλάδοι με τους υψηλότερους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης είναι ο τουρισμός, η ενέργεια και οι υπηρεσίες εφοδιαστικής αλυσίδας, επιβεβαιώνοντας πλήρως σχετική μελέτη της Eurobank, η οποία ανέδειξε αυτούς τους τρεις κλάδους μεταξύ αυτών με τις δυναμικότερες προοπτικές (Καραβίας – Αναστασάτος, «Ενέργεια, Logistics, Τουρισμός: Προοπτικές των Κλάδων, Επενδυτικά Σχέδια σε Εξέλιξη και Συνεισφορά τους στο ΑΕΠ», Επιθεώρηση Οικονομία & Αγορές, Τόμος XII, Τεύχος 1, Απρίλιος 2018). Με απλά λόγια, δηλαδή, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας έχει γυρίσει σε θετικό έδαφος, έστω κι αν αυτό συσκοτίζεται στη συνολική στατιστική απεικόνιση για καθαρά τεχνικούς λόγους.
Η εξέλιξη αυτή κατέστη δυνατή από τη σημαντική βελτίωση στη θέση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών. Οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 13 δισ. ευρώ μεταξύ Ιανουαρίου 2018 – Σεπτεμβρίου 2019, ενώ τα μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος μειώθηκαν κατά 19 δισ. ευρώ μεταξύ Απριλίου 2017 – Αυγούστου 2019. Επιπλέον, η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε χρηματοδότηση από τη διατραπεζική αγορά βελτιώθηκε σημαντικά (22 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019 έναντι 10 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2015). Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες μηδένισαν την εξάρτησή τους από την έκτακτη χρηματοδότηση της ΤτΕ (ELA) και περιόρισαν την έκθεση στην ΕΚΤ σε μόλις 7,5 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019, έναντι συνδυασμένης έκθεσης 26,6 δισ. ευρώ τον δραματικό Ιούνιο του 2015, μια πραγματικά εντυπωσιακή μεταστροφή.
Η πλήρης άρση των κεφαλαιακών ελέγχων τον περασμένο Σεπτέμβριο λειτούργησε ως επιπλέον τόνωση της καταθετικής εμπιστοσύνης. Η πρόκληση την οποία πράγματι αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες αφορά τον ακόμη μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και σε αυτό το πεδίο, όμως, οι τράπεζες υπεραποδίδουν έναντι των στόχων οι οποίοι έχουν τεθεί από τις εποπτικές αρχές.
Εφόσον λοιπόν έχουν έτσι τα πράγματα, τι εμποδίζει μια ακόμη ταχύτερη πιστωτική επέκταση; Ο πιο δεσμευτικός περιορισμός αυτή τη στιγμή δεν είναι η προσφορά δανείων όσο η ζήτηση. Παρότι η ζήτηση για δάνεια έχει ανακάμψει από πέρυσι, παραμένει ένα μικρό μέρος των προ κρίσης επιπέδων. Επιπλέον, δεν είναι πάντα της ποιότητας που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση. Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των ιδιωτών και των επιχειρήσεων που έλαβαν δάνεια τα προηγούμενα χρόνια δεν τα εξυπηρετούν και οι επενδυτικές ιδέες οι οποίες διεκδικούν χρηματοδότηση δεν συνοδεύονται πάντα από βιώσιμα επενδυτικά πλάνα. Αλλά και τα νοικοκυριά είναι πιο διστακτικά, όσο έχουν ακόμη αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές τους. Επιπλέον, η δύσκολη εμπειρία του παρελθόντος μειώνει τη διάθεση για υψηλά ποσοστά χρηματοδότησης. Κάποιος θα σκεφτεί ότι ένας λόγος για την ακόμη μειωμένη ζήτηση είναι τα επιτόκια. Ούτε αυτό είναι ακριβές, όμως, διότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ έχουν οδηγήσει τα συνολικά επιτόκια σε χαμηλότερα επίπεδα από προηγούμενα χρόνια. Είναι αληθές ότι ο κίνδυνος χώρας οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης (και άρα πιστοδότησης) έναντι του ανταγωνισμού τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, η σταδιακή εξομάλυνση των μακροοικονομικών συνθηκών και ο περιορισμός της αβεβαιότητας έχει οδηγήσει σε σωρευτική μείωση των επιτοκίου δανεισμού των επιχειρήσεων κατά περίπου 300 μονάδες βάσης από το 2011. Οσο η μακροοικονομική βελτίωση συνεχίζεται, υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω συμπίεσης του κινδύνου χώρας και άρα των επιτοκιακών περιθωρίων (spreads).
Εν κατακλείδει, η πιστωτική επέκταση σε αυτόν τον οικονομικό κύκλο θα ανακάμψει πιο βαθμιαία όσο η ανάκαμψη της οικονομίας αυξάνει τις επενδυτικές ευκαιρίες και τη διάθεση των επιχειρήσεων να αναλαμβάνουν ρίσκο, καθώς και τη σιγουριά των νοικοκυριών για τα μελλοντικά εισοδήματά τους. Αυτή η χαμηλότερη ταχύτητα σε σχέση με το παρελθόν, όμως, έχει και μια πολύ θετική συνέπεια: ότι δεν θα επαναληφθούν οι υπερβολές του παρελθόντος με την ταχύτατη αύξηση των πιστοδοτήσεων που κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση και συνεισέφεραν στον εκτροχιασμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτή τη φορά, οι πιστοδοτήσεις θα συνεισφέρουν στη στροφή της οικονομίας προς ένα πιο βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με οδηγό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.