Τέμπη: «Ήταν κόλαση επί γης και μύριζε θάνατος» – Η μαρτυρία του 20χρονου Δημήτρη
Μετά τη σύγκρουση το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να δει εάν ο φίλος του ήταν καλά και στη συνεχεία τον κόσμο που ήταν εγκλωβισμένος μέσα στο τρένο.
«Ακούγαμε να φωνάζουν βοήθεια, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, γιατί ήταν μεγάλη η φωτιά. Ήμουν στο βαγόνι αμέσως μετά την καφετέρια. Ευτυχώς σε αυτό το ταξίδι ήμουν στη θέση μου, γιατί συνήθως σε όλα τα ταξίδια μου είμαι στην καφετέρια» , είπε.
«Στην αρχή της σύγκρουσης άκουσα ένα τρομερό τρίξιμο, σαν σεισμός. «Έφυγα» από την θέση μου και χτύπησα στο πρόσωπο. Μετά από 10 δευτερόλεπτα είχα χρόνο να καταλάβω τι συμβαίνει. Θυμάμαι να σκέφτομαι πότε θα τελειώσει αυτό. Τα βαγόνια ήρθαν έτσι που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι και πως έγινε. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά τα 15 δευτερόλεπτα που ήμασταν στον αέρα σήμαιναν μετωπική σύγκρουση με άλλο τρένο».
Το σοκ για τους επιβάτες ήταν μεγάλο και όπως είπε ο ίδιος, μία κοπέλα που βρισκόταν μαζί τους τούς ρώτησε εάν θα πεθάνουν ή εάν έχουν ήδη πεθάνει…
«Απέναντι μας ήταν το πίσω βαγόνι που είχε έρθει ανάποδα και ήταν στον αέρα. Βλέπαμε τον κόσμο που κοιτούσε από τα παράθυρα και δεν ήξερε πως να βγει από το τρένο. Δίπλα μας ακριβώς ήταν η φωτιά που μεγάλωνε και εξαπλωνόταν και στα πίσω βαγόνια. Πηδήξαμε πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο βαγόνι για να περπατήσουμε και χέρι – χέρι τραβήξαμε ο ένας τον άλλον. Ίταν βγήκαμε από το τρένο δεν υπήρχε ακόμα φωτιά ήταν πιο δίπλα».
«Ήταν κόλαση επί γης και μύριζε θάνατος. Αυτή την μυρωδιά της φωτιάς δεν θα την ξεχάσω ποτέ… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον κόσμο που έτρεχε να πάρει τα πράγματα του, να πηδήξουμε από το εμπορικό τρένο για να βγούμε στον από πάνω δρόμο», είπε.
Στη συνέχεια ήρθε η Πυροσβεστική και τα λεωφορεία που μετέφεραν τους επιβάτες, ενώ τα ασθενοφόρα πήραν τους βαριά τραυματισμένους και τους μετέφεραν στη Λάρισα.
«Μέσα στο λεωφορείο που ήμασταν όλοι οι τραυματίες υπήρχε μόνο σιωπή και πόνος. Δεν μιλήσαμε μεταξύ μας. Πολλοί ήταν σε σοκ και αναρωτιοντουσαν τι έχουμε πάθει. Πολλοί είχαν σώσει τις συσκευές τους και καταφέραμε και τηλεφωνήσαμε από εκείνους. Το πρώτο μου τηλέφωνο ήταν στην μαμά μου».
«Όταν μίλησα με την μητέρα μου την άκουσα ψύχραιμη. Mόλις με είδε στο νοσοκομείο ξεκινήσαμε να κλαίμε και οι δυο. Στο νοσοκομείο μάς έδωσαν αγωγή για να μπορούμε να κοιμηθούμε. Ακόμα δεν με παίρνει ο ύπνος και αν με πάρει τινάζομαι…», είπε ο 20χρονος.
Ο Δημήτρης είπε στο «Πάμε Δανάη!» πως είχε δεχτεί πολλά μηνύματα, στα οποία τον ρωτούσαν εάν έχει δει τους ανθρώπους που αναζητούν. «Λυπάμαι γι’ αυτό, δυστυχώς δεν μπορούσαμε να δούμε άλλους, ήταν σκοτάδι…», είπε.