Τέμπη: «Μαμά κοιμήσου, θα αργήσω» – Το μοιραίο βράδυ που σταμάτησε ο χρόνος
Ένας άπειρος σταθμάρχης, η αναλγησία, το μπάχαλο ενός κράτους που για ακόμα μία φορά υπενθύμισε σε όλους μας πως ζούμε στη χώρα του «πάμε και όπου βγει».
57 οικογένειες, έναν χρόνο μετά, διψούν για δικαίωση. «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την απώλεια. Δε γίνεται να ξεχάσεις το παιδί σου», λένε.
Το χρονικό της τραγωδίας
Η αμαξοστοιχία Intercity 62 αναχωρεί από την Αθήνα στις 19:22 με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Επιβάτες κάθε ηλικίας, από ηλικιωμένους, γονείς με παιδιά και φοιτητές.
Αλλεπάλληλα προβλήματα σε ένα ήδη κακοσυντηρημένο σιδηροδρομικό δίκτυο θα ακινητοποιήσει την μοιραία αμαξοστοιχία για σχεδόν 48 λεπτά στα Παλαιοφάρσαλα.
Το messenger θα κατακλυστεί από μηνύματα ταλαιπωρημένων επιβατών που γράφουν «ποτέ ξανά με τρένο».
Μαζί με τους επιβάτες και οι μηχανοδηγοί που γνώριζαν από πρώτο χέρι τα προβλήματα, τις παραλήψεις, τα εγκληματικά λάθη. Φώναζαν αλλά κανείς δεν τους άκουγε…
To τρένο μετ’ εμποδίων φτάνει στη Λάρισα. Όσοι ταξιδεύουν από Αθήνα είναι μισοκοιμισμένοι και ανυπομονούν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Εκεί θα επιβιβαστούν και οι τελευταίοι που μπήκαν στο δρομολόγιο του θανάτου.
Τη νύχτα της φονικής σύγκρουσης, με 13 προγραμματισμένα δρομολόγια, 0 59χρονος σταθμάρχης -με την σχεδόν μηδενική εμπειρία- μένει μόνος του για 40 λεπτά.
Άλλος σχόλασε νωρίτερα, άλλος δεν είδε, άλλος δεν άκουσε. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει…
Για 18 χλμ και 12 λεπτά τα δύο τρένα κινούνται στην ίδια γραμμή, οι μηχανοδηγοί δεν προλαβαίνουν να αντιδράσουν. Στις 23:22, στην περιοχή Ευαγγελισμός, τα δύο τρένα συγκρούονται μετωπικά.
«Οι διπλανοί μου δεν σώθηκαν. Θυμάμαι ότι και έξω από το βαγόνι άκουγα φωνές που έσβηναν σιγά σιγά. Ίσως ήταν άνθρωποι που κάηκαν ζωντανοί. Ούρλιαζαν και όπως περνούσε η ώρα έσβηναν οι φωνές τους», περιγράφει η Ντίνα Μαγδαλιανίδη, επιζώσα.
Έναν χρόνο μετά, η νεαρή κοπέλα ζει με τις εικόνες, τις κραυγές και τις δυσκολίες που τις έχει αφήσει το δυστύχημα. «Παλεύω να περπατήσω. Που θα μου πείτε, μπροστά σε άλλα άτομα που είδα να χάνονται μπροστά μου, αυτό δεν είναι τίποτα. Ποια είμαι εγώ να παραπονεθώ», λέει με δάκρυα στα μάτια.
Θλίψη, οργή, θυμός, τύψεις και βασανιστικά «γιατί» και «αν» που σε στοιχειώνουν. Μνήμες που ξυπνάνε κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια και περιγραφές που κάνουν την κόλαση να μοιάζει μικρή λέξη μπροστά στην τραγωδία που συντελέστηκε.
Τα πρώτα τηλεφωνήματα αρχίζουν 20 λεπτά μετά τη σύγκρουση.
Η φωτιά καίει ανεξέλεγκτα, η ατμόσφαιρα αποπνικτική και όσοι κατάφεραν να βγουν από τα φλεγόμενα βαγόνια καλούν σε βοήθεια.
Από τότε ξεκινά ο Γολγοθάς των γωνιών που ξεροστάλιαζαν έξω από τα νοσοκομεία αναζητώντας το παιδί τους.
Η ώρα της αναγνώρισης. Η πιο επίπονη και πολύωρη διαδικασία, στην οποία υποβλήθηκαν πολλοί γονείς, όπως ο πατέρας της Ελπίδας Χούπα.
Ένα χρόνο μετά τα δάκρυα στέρεψαν. Ο θυμός και η δίψα για δικαιοσύνη έχουν υπερκαλύψει τα πάντα.
Πυροσβέστες και διασώστες του ΕΚΑΒ που από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν στο σημείο εξηγούν ότι κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει το μέγεθος της καταστροφής.
Ο κόσμος ρωτά. Ήταν απλά ένα ανθρώπινο λάθος; Οι συγγενείς των θυμάτων θα απαντήσουν με ένα ηχηρό κατηγορηματικό «όχι».
«Αν οι σιδηρόδρομοι είχαν τηλεδιοίκηση δεν θα γινόταν καμία τραγωδία», τονίζουν.
Κάποιος είπε ότι «θα μπορούσε να είμαι εγώ, εσύ». Μα δεν είμαστε. Είναι όλοι εκείνοι οι φοιτητές που γυρνούσαν στα σπίτια τους, εργαζόμενοι που επέστρεφαν στις οικογένειές τους.
Οικογένειες που δεν θα μπορέσουν να ξαναπούν το «πάρε με, μόλις φτάσεις» και να ζητούν μονάχα δικαίωση.