Τι είναι και πως αντιμετωπίζεται το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
Το 13% των ενηλίκων στη χώρα μας έχει συμπτώματα που υποδηλώνουν σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Οι περισσότεροι πάσχοντες είναι γυναίκες και νέοι.
Περισσότεροι από ένας στους τρεις ενήλικες στη χώρα μας πάσχουν από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, μία χρόνια λειτουργική διαταραχή του γαστρεντερικού συστήματος. Το σύνδρομο επηρεάζει σημαντικά την συνολική ποιότητα ζωής του ασθενούς, ιδίως τις κοινωνικές δραστηριότητες, την εργασία, τα ταξίδια και την ποιότητα του ύπνου.
Όπως εξηγεί ο κ. Γεώργιος Καραμανώλης, αναπληρωτής καθηγητής Γαστρεντερολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου χαρακτηρίζεται από μία σειρά συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα αυτά είναι:
- Πόνος στην κοιλιά
- Μετεωρισμός
- Διαταραχές των κενώσεων (διάρροια, δυσκοιλιότητα ή εναλλαγή των δύο)
«Το σύνδρομο αφορά περισσότερο γυναίκες και νέους ασθενείς», λέει. «Δεδομένα από την Ελλάδα με χρήση ερωτηματολογίου δείχνουν ότι 13% των ατόμων (19% στις γυναίκες) αναφέρουν συμπτώματα του συνδρόμου».
Για τη διάγνωσή του δεν υπάρχουν ειδικοί βιολογικοί, ακτινολογικοί, ενδοσκοπικοί ή παθοφυσιολογικοί δείκτες. Γι’ αυτό τον λόγο, «η διάγνωση βασίζεται σε κλινικά κριτήρια, όπως είναι τα λεγόμενα ” κριτήρια της Ρώμης IV”: υποτροπιάζων κοιλιακός πόνος που σχετίζεται με αλλαγές στη συχνότητα ή/και στην σύσταση των κοπράνων (1 ή περισσότερες ημέρες την εβδομάδα για διάστημα 3 μηνών και με έναρξη των συμπτωμάτων 6 ή περισσότερους μήνες πριν τη διάγνωση», συνεχίζει.
Υπάρχουν τρεις υπότυποι του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, οι οποίοι καθορίζονται με βάση τη διαταραχή των κενώσεων. Ειδικότερο, το προέχον σύμπτωμα είναι για τον ένα υπότυπο η διάρροια, για τον δεύτερο η δυσκοιλιότητα και για τον τρίτο οι εναλλαγές των δύο.
Οι αιτίες και η αντιμετώπιση
Πού οφείλεται, όμως, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου; Στους πιθανούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς για την εμφάνιση των συμπτωμάτων η Ρώμη IV αναγνωρίζει το σύνδρομο ως διαταραχή του gut-brain axis (άξονας εγκεφάλου – εντέρου). Γίνεται αναφορά σε μηχανισμούς όπως:
- Παθολογική κινητικότητα
- Σπλαγχνική υπερευαισθησία
- Αλλαγές στην βλεννογονική διαπερατότητα, στην ανοσολογική απάντηση και στο μικροβίωμα
Όσον αφορά την αντιμετώπιση του συνδρόμου, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία γι’ αυτό. Ο βασικός στόχος κάθε θεραπευτικής προσέγγισης είναι να μειωθεί η ένταση και η συχνότητα των συμπτωμάτων και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Ζωντανοί μικροοργανισμοί
Όπως εξηγεί ο κ. Καραμανώλης, μεταξύ των διαφόρων θεραπευτικών επιλογών για το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, εξέχουσα θέση κατέχουν τα προβιοτικά, με βάση πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες.
Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί, βακτήρια ή ζύμες. Υπάρχουν σε ζυμωμένα (π.χ. κεφίρ) ή σε εμπλουτισμένα (π.χ. γιαούρτι) τρόφιμα, καθώς και σε συμπληρώματα. Όταν χορηγηθούν σε επαρκείς ποσότητες επάγουν ωφέλιμες για τον οργανισμό δράσεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός κατάλληλου για το έντερο προβιοτικού είναι:
- Να παραμένει ζωντανό κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα
- Να προσκολλάται στα εντερικά επιθηλιακά κύτταρα
- Να μην έχει διασταυρούμενη αντοχή στα αντιβιοτικά
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, πρόσθετα χρήσιμα χαρακτηριστικά είναι:
- Η μείωση της εντερικής διαπερατότητας
- Η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού
- Ο ανταγωνισμός με τα βακτήρια που αυξάνονται στη δυσβίωση του συνδρόμου
Κλινικές μελέτες
Ένα τέτοιο προβιοτικό είναι το Lactolevure IBS, το οποίο περιέχει pediococcus acidilactici, lactobacillus plantarum και βιταμίνη D. Τα συγκεκριμένα στελέχη με τις συνδυασμένες ιδιότητες τους αντιμετωπίζουν πολυπαραγοντικά τα συμπτώματα του συνδρόμου, λέει ο κ. Καραμανώλης.
Έτσι, μειώνουν την εντερική διαπερατότητα, την φλεγμονή και τα βακτήρια που ευθύνονται για τη δυσβίωση (όπως το e.coli, τον στρεπτόκοκκο κ.λπ.). Μελέτες σε ασθενείς με το σύνδρομο και προέχον σύμπτωμα τη διάρροια ή/και με εναλλαγή κενώσεων έδειξαν ότι η χορήγηση του συμπληρώματος βελτιώνει τον κοιλιακό πόνο και τη σύσταση των κοπράνων στο 39% και 44% των ασθενών αντίστοιχα. Βελτιώνει επίσης την ποιότητα ζωής στο 50-55% των ασθενών, έπειτα από 6 εβδομάδες χορήγησης.
Με την προσθήκη ενός αντισπασμωδικού φαρμάκου, τα ποσοστά αποτελεσματικότητας βελτιώνονται περισσότερο. Φθάνουν στο 58% ανταπόκριση για τον κοιλιακό πόνο και τη διάρροια και στο 68% για την ποιότητα ζωής.
Στην μελέτη δεν καταγράφηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες. Η απουσία τους επιβεβαιώνει την ασφάλεια και καλή ανοχή του σκευάσματος. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα το Lactolevure IBS συμπεριλαμβάνεται στις πρόσφατες συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Γαστρεντερολογίας (WGO, 2017) για την αντιμετώπιση του συνδρόμου.