Τι λένε οι ειδικοί για το προσδόκιμο υγιούς επιβίωσης μετά τα 65 στην Ελλάδα


Κατά 2,5  έτη χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, είναι στην Ελλάδα το ποσοστό υγιούς επιβίωσης μετά τα 65 στις γυναίκες, ενώ για τους άντρες είναι ελάχιστα χαμηλότερο, όπως επεσήμανε ο επίκουρος  καθηγητής  Οικονομικών της Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Κώστας Αθανασάκης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Δηλαδή, στις γυναίκες το αναμενόμενο προσδόκιμο χωρίς περιορισμούς, με καλή υγεία είναι περίπου 7,5 έτη σε σύγκριση με έναν μέσο όρο στον ΟΟΣΑ που είναι τα 10 έτη συμπλήρωσε.

Όπως εξήγησε ο καθηγητής, η διαφορά σε σχέση με τον ΟΟΣΑ είναι μεγάλη, γιατί στην πραγματικότητα υποκρύπτει ένα πρότυπο νοσηρότητας, το οποίο σε αυτές τις ηλικίες είναι και θέμα χρήσης υπηρεσιών υγείας.

Ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου βασική παράμετρος για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας

«Το προσδόκιμο υγιούς επιβίωσης, μετά τα 65 είναι μία εξαιρετικά σημαντική παράμετρος για την ευρωστία των συστημάτων υγείας. Ειδικότερα, στην Ελλάδα που συνεχώς αυξάνεται το ποσοστό του πληθυσμού, το οποίο ξεπερνά τα 65, η συγκεκριμένη παράμετρος θα καθορίσει το κατά πόσο θα επιβαρυνθεί το σύστημα υγείας στο μέλλον. Για αυτό, ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου, ο έλεγχος της χρόνιας νοσηρότητας και η επίτευξη των στόχων της θεραπευτικής διαδικασίας, κυρίως στη χρόνια νοσηρότητα και στην πολυνοσηρότητα, είναι πολύ βασικά στοιχεία για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας». Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, είναι η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου όπως πχ το κάπνισμα και η παχυσαρκία, που έχουν δημιουργήσει ένα πολύ ιδιαίτερο πρότυπο στη νοσηρότητα, το οποίο εκφράζεται με πολυνοσηρότητα. «Τα συστήματα υγείας έχουν δομικές προκλήσεις που προκύπτουν από τις αλλαγές της κοινωνίας. Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων άνω των 65 ετών. Δεν αρρωσταίνουμε απλώς, επειδή μεγαλώνουμε. Αλλά τυχαίνει οι πιο μεγάλοι από εμάς να είναι συχνότερα άρρωστοι. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα πρέπει να φροντίσει, ώστε η υγεία μετά τα 65 να είναι σε ένα καλύτερο επίπεδο. Πρέπει να εξουδετερώσουμε τις απειλές που θα εμφανίσουν τη νοσηρότητα σε εκείνα τα χρόνια».

Αύξηση των θανάτων κατά 68% την τελευταία εικοσαετία λόγω κλιματικής αλλαγής

Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, ο κ. Αθανασάκης ανέφερε ότι επηρεάζει τα συστήματα υγείας και από τις δύο πλευρές της εξίσωσης. «Από τη μία πλευρά έχουμε χαμένες ώρες εργασίας, σοβαρά επεισόδια που διακόπτουν την οικονομική δραστηριότητα (πχ Θεσσαλία). Είναι ενδεικτικό ότι οι υψηλές θερμοκρασίες το 2021 αφαίρεσαν από την παραγωγική δραστηριότητα 470 δισεκατομμύρια ώρες εργασίας διεθνώς. Αυτό ισοδυναμεί περίπου στο 0,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Πολύ περισσότερο δε σε χώρες που δεν είναι προετοιμασμένες για αυτή την κλιματική αλλαγή και είναι χαμηλότερης ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η κλιματική αλλαγή αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ζητάμε υπηρεσίες υγείας. Για παράδειγμα, αυξάνονται τα μεταδοτικά νοσήματα. Αυξήθηκαν περίπου κατά 68% οι θάνατοι που σχετίζονται με τις υψηλές θερμοκρασίες την τελευταία εικοσαετία. Αυξάνονται τα επεισόδια που προκαλεί η υψηλή θερμοκρασία σε καρδιαγγειακά ή αναπνευστικά νοσήματα, γιατί ο πληθυσμός γίνεται πιο ευπαθής, αφού έρχεται σε επαφή περισσότερες μέρες με υψηλή θερμοκρασία σε σχέση με το παρελθόν».

Τα συστήματα υγείας ευθύνονται για το 5% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου

Τα συστήματα υγείας ευθύνονται για περίπου το 5% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου διεθνώς σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη.

«Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 3,7% του εθνικού αποτυπώματος. Ένα σημαντικό μερίδιο αυτού, περίπου το 40% έρχεται από τη λειτουργία των δομών και τις ενεργειακές ανάγκες τους. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος, έρχεται από τη συνολικότερη εφοδιαστική αλυσίδα των προϊόντων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την υγεία». Τι προτείνουν όμως, οι ειδικοί για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, διερωτήθηκε ο καθηγητής: «Σε διεθνές επίπεδο οι προτάσεις καταρχάς εστιάζουν στην ανάγκη να συλλέξουμε συστηματικά δεδομένα σχετικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των συστημάτων υγείας, να αυξήσουμε την πληροφόρηση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη μείωση των επιπτώσεων από τα συστήματα υγείας στο περιβάλλον, να ενδυναμώσουμε το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο και να ενισχύσουμε τη διακρατική συνεργασία, καθώς το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και απαιτεί συλλογική δράση».

Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στην Ελλάδα

Ειδικά, για την Ελλάδα ανέφερε ο κ. Αθανασάκης, «όπως καταγράψαμε και στην πρόσφατη μελέτη PHSSR, μεταξύ των μέτρων που θα πρέπει να λάβουμε είναι:

α) να ενσωματώσουμε στην αξιολόγηση των διοικήσεων των νοσοκομείων μια σειρά από δείκτες ενεργειακής αποδοτικότητας και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δομών,

β) να καταρτίσουμε μια συνολική εθνική πολιτική για την αξιολόγηση των μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο σύστημα υγείας, ώστε να προβούμε σε προ-δραστικές πολιτικές,

γ) να ενσωματώσουμε κριτήρια περιβαλλοντικής πολιτικής στο σύνολο των αποφάσεων που αφορούν σε επενδύσεις του συστήματος υγείας,

δ) να εμπλέξουμε τις τοπικές κοινότητες, όπως οι περιφέρειες ή οι δήμοι, στο ζήτημα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας στο πλαίσιο της υγείας – και βεβαίως, να συνεχίσουμε την προσπάθεια που κάνουμε αυτή τη στιγμή για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των δομών υγείας».

Η ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας -Οι σημερινές προκλήσεις

Η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα είναι δύο έννοιες που μπήκαν στη συζήτηση για την πολιτική και το μέλλον συστημάτων υγείας τα τελευταία χρόνια, σημείωσε ο κ. Αθανασάκης. Και εξήγησε πως «με τον όρο βιωσιμότητα ουσιαστικά εννοούμε το να μπορεί το σύστημα υγείας να συνεχίσει να κάνει την αποστολή του, δηλαδή να βελτιώνει την υγεία όλων μας αδιάλειπτα στο μέλλον. Να διασφαλίσουμε όλες εκείνες τις συνθήκες που θα το καθιστούν ικανό να προσφέρει και στο μέλλον αυτά τα οποία περιμένουμε να προσφέρει. Με όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα συστήματα υγείας, τη δημογραφική γήρανση, την επιδημιολογική μεταβολή, την εισαγωγή τεχνολογιών υγείας και την σχετικά χαμηλή διαθεσιμότητα πόρων, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το σύστημα θα μπορεί να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Η ανθεκτικότητα είναι μία έννοια, την οποία είδαμε πολύ καλά και εμείς από κοντά το προηγούμενο διάστημα με τον covid και έχει να κάνει με την ικανότητα του συστήματος να μπορεί να απορροφά κρίσεις. Δηλαδή όταν έρχεται μια υγειονομική κρίση από κάθε αιτία να μπορεί το σύστημα να συνεχίσει να λειτουργεί».



enikonomia.gr