Τί πρέπει να κάνουμε για να μη μας πιάνει το «κακό μάτι»
Το μάτιασμα (η βασκανία) είναι ένα φαινόμενο που η Εκκλησία μας παραδέχεται την ύπαρξη του. Πρόκειται για την περίπτωση που κάποιος με φθόνο, με μίσος, για εκδίκηση, θέλει το κακό ενός προσώπου κι έτσι παρακινεί το διάβολο να βλάψει τούτο το πρόσωπο. Το ίδιο αποτέλεσμα συμβαίνει κι όταν κανείς με λόγια στείλει κάποιον στον διάβολο.
Κι εδώ όμως συμβαίνει κάτι παρόμοιο με όσους τυραννιούνται από προλήψεις και τρέχουν στους διάφορους μάγους και αγύρτες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανεχτεί τον πόνο και θέλει γρήγορα να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Παράλληλα έχει την εντύπωση ότι για ό,τι κακό του συμβαίνει δεν φταίει αυτός αλλά κάποιοι άλλοι. Δεν θέλει δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του για τίποτα, π.χ. Δεν πήγε καλά το συνοικέσιο; Του έκαναν μάγια! Δεν πήγε καλά η δουλειά; Τον γλωσσόφαγαν! Έχει πονοκέφαλο; Τον μάτιασαν κ.ο.κ.
Ποια θέση όμως παίρνει η Εκκλησία μας για το ξεμάτιασμα;
Κατ’ αρχήν τους πιστούς που ζουν τακτική πνευματική και μυστηριακή ζωή και που με πίστη φέρουν τον Τίμιο Σταυρό, δεν τους πιάνει κανένα «μάτι».
Όταν υπάρξει βασκανία, τότε μοναδική ισχυρή δύναμη κατά της δαιμονικής ενέργειας είναι οιειδικές ευχές του ιερέα, η ειλικρινής Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη.
Ακόμη βοηθούν μαζί με τη δύναμη της προσευχής και τα αγιαστικά μέσα που η ίδια η Εκκλησία μας χορηγεί.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταφεύγουμε στις ξεματιάστρες, οι οποίες με παράξενες και πολλές φορές με βλάσφημες ευχές ή «προσευχές», επιχειρούν να υποκαταστήσουν τον ιερέα.
Κάποια τυχόν βελτίωση από ένα τέτοιο ξεμάτιασμα είναι βέβαιο τέχνασμα του διαβόλου, ο οποίος αποσκοπεί να μας τραβήξει μακριά από τη σωτήρια χάρη της Εκκλησίας μας και να μας δέσει ως δούλους πίσω από μία πλανεμένη ξεματιάστρα.
πηγή: Ιερά Μονή Σαγματά