Τι ψάχνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις τράπεζες
Ηταν μισή ώρα περίπου μετά τις 9 χθες το πρωί, όταν 80 ελεγκτές της Επιτροπής Ανταγωνισμού, χωρισμένοι σε ομάδες, μπήκαν ταυτόχρονα στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, της Τράπεζας Πειραιώς, της Eurobank, της Τράπεζας Αττικής, της Διατραπεζικά Συστήματα «ΔΙΑΣ» και της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών (ΕΕΤ). Η απειλή που είχε απευθύνει από το βήμα της Βουλής πριν από ακριβώς μία εβδομάδα ο υπουργός Ανάπτυξης για έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις τράπεζες, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική στην επιβολή των διάφορων χρεώσεων, έγινε τελικά πράξη. Είχε προηγηθεί στις 24 Οκτωβρίου η ευρεία σύσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τους διευθύνοντες συμβούλους όλων των τραπεζών, κατά την οποία οι τραπεζίτες δεσμεύθηκαν ότι θα επανεξετάσουν το θέμα των προμηθειών σε ορισμένες τραπεζικές συναλλαγές.
Η έφοδος των ελεγκτών της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ε.Α.), για την οποία αναμένεται σήμερα επίσημη ανακοίνωση από την ανεξάρτητη αρχή, δεν διατάχθηκε από την κυβέρνηση. Πρόκειται για αυτεπάγγελτη έρευνα, καθοριστικό ρόλο για τη διεξαγωγή της οποίας διαδραμάτισαν τόσο οι χρεώσεις που επέβαλαν ήδη από τον περυσινό Ιούλιο οι τράπεζες σε σειρά απλών εργασιών όσο και οι καταγγελίες που, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δέχθηκε η Ε.Α. από μικρότερες τράπεζες και από ψηφιακούς παρόχους. Σύμφωνα μάλιστα με ασφαλείς πληροφορίες, καταγγελία στην Ε.Α. για σύνολο τραπεζικών θεμάτων έχει κάνει η Viva, καταθέτοντας μάλιστα και μήνυση κατά συγκεκριμένων τραπεζικών στελεχών. Μεταξύ των θεμάτων που έχουν τεθεί προς διερεύνηση είναι και οι χρεώσεις που επιβλήθηκαν στο δίκτυο ATM των τραπεζών για την ανάληψη μετρητών μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ, όταν δηλαδή ο κάτοχος κάρτας μιας συγκεκριμένης τράπεζας κάνει χρήση του ΑΤM άλλης τράπεζας. Σε αυτή την περίπτωση, δε, δεν αποκλείεται η Ε.Α. να εξετάσει και πιθανή παράβαση που συνδέεται με φραγμούς εισόδου στην αγορά. Πηγές με γνώση της υπόθεσης ανέφεραν στην «Κ» ότι οι χρεώσεις των τραπεζών είχαν μπει στο μικροσκόπιο της Ε.Α. από τον περασμένο Ιούλιο.
Η έρευνα κάθε άλλο παρά τυπική και ολιγόωρη ήταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιες περιπτώσεις διήρκεσε έως περίπου στις 7 το απόγευμα. Το εύρος μάλιστα της έρευνας ήταν τέτοιο ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις οι ελεγκτές της Ε.Α. χρειάστηκε να επισκεφθούν τουλάχιστον δύο κτίρια της τράπεζας, δηλαδή εκτός από το κτίριο διοίκησης και αυτό όπου στεγάζονται οι διευθύνσεις λιανικής τραπεζικής. Τα τραπεζικά στελέχη και δη οι ίδιοι οι CEO των τραπεζών υποχρεώθηκαν να μείνουν μακριά από τα γραφεία τους κατά τη διάρκεια του ελέγχου, ενώ το ίδιο διάστημα είναι χαρακτηριστικό ότι απαγορεύθηκε και η επικοινωνία μεταξύ των στελεχών. Και αυτό προκειμένου απρόσκοπτα οι ελεγκτές να συγκεντρώσουν στοιχεία που περιέχονταν σε ατζέντες και προγράμματα συναντήσεων των υψηλόβαθμων στελεχών των τραπεζών έως δεδομένα από σκληρούς δίσκους υπολογιστών. Οι ελεγκτές συνέλεξαν στοιχεία κυρίως από τα γραφεία των διευθυνόντων συμβούλων, των οικονομικών διευθυντών, των μελών των διοικητικών συμβουλίων, καθώς και από τις διευθύνσεις λιανικής τραπεζικής και καρτών. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσαν, σύμφωνα με πληροφορίες, στα στοιχεία που αφορούσαν συναντήσεις στην Ελληνική Ενωση Τραπεζών, καταγράφοντας τις ημερομηνίες ακόμη και των τακτικών συναντήσεων που έχουν τα μέλη επιτροπών της Ενωσης, που συνεδριάζουν ούτως ή άλλως σε εβδομαδιαία βάση. Αντίστοιχη βαρύτητα δόθηκε και στην επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες τα στελέχη της Επιτροπής αντέγραψαν συγκεκριμένα στοιχεία αλληλογραφίας, ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες σημαντικός όγκος δεδομένων αντλήθηκε και από τους σκληρούς δίσκους σε γραφεία αρμόδιων στελεχών.
Αποδεικτικά στοιχεία
Αλλωστε, όπως επισήμαναν στην «Κ» νομικοί κύκλοι με γνώση του δικαίου περί ανταγωνισμού, ο εντοπισμός αποδεικτικών στοιχείων για συναντήσεις και συνεννοήσεις με θέμα τις χρεώσεις αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι βάσιμη η κατηγορία περί εναρμονισμένης πρακτικής. Η εφαρμογή των επίμαχων χρεώσεων με λίγες ημέρες διαφοράς από τράπεζα σε τράπεζα δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί οριζόντια σύμπραξη. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι και η εφαρμογή τους υπήρξε αποτέλεσμα συνεννόησης, αλλά και η τιμολόγηση είναι συνέπεια εναρμονισμένης πρακτικής.