Το… 2032 εκδίκαση υπόθεσης που έχει υπαχθεί στον ν. Κατσέλη
Η επίσπευση των υποθέσεων είναι ένα αίτημα και των funds που έχουν αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσουν στεγαστικά δάνεια, στο πλαίσιο των εκτεταμένων τιτλοποιήσεων που δρομολογούν οι ελληνικές τράπεζες και οι οποίες φθάνουν τα 33 δισ. ευρώ.
Μέτρα για να επιταχυνθεί η εκδίκαση των υποθέσεων όσων δανειοληπτών έχουν βρει καταφύγιο στον νόμο Κατσέλη επεξεργάζεται η κυβέρνηση, ενώ παράλληλα διαμορφώνει τον νέο Πτωχευτικό, δόγμα του οποίου θα είναι «ή πληρώνεις όσα χρωστάς ή πτωχεύεις».
Οι θεσμοί έχουν καταστήσει σαφές πως η αναμόρφωση του Πτωχευτικού είναι «προαπαιτούμενο» για να δώσουν το πράσινο φως στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της επιστροφής κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα (SNPs – ANFAs). Η επίσπευση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη που υπολογίζεται ότι φθάνουν τις 90.000 προβάλλει ως επιτακτικό αίτημα και από τα funds που έχουν αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσουν στεγαστικά δάνεια, στο πλαίσιο των εκτεταμένων τιτλοποιήσεων που δρομολογούν οι ελληνικές τράπεζες και οι οποίες φθάνουν τα 33 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα δάνεια που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας φθάνουν τα 11 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά το ποσοστό των κόκκινων στεγαστικών δανείων, αυτά που έχουν υπαχθεί στον νόμο Κατσέλη είναι το 31%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 19,9%. Οι καθυστερήσεις στη εκδίκαση αυτών των περιπτώσεων αποτελούν ένα ουσιαστικό εμπόδιο για την αποτελεσματική χρήση αυτών των δανείων από τα funds και τις εταιρείες που αναλαμβάνουν να τα διαχειριστούν, στοιχείο που «χτυπάει» και στην τιμολόγηση αυτών των δανείων κατά την πώλησή τους.
Το πρόβλημα εντοπίζεται σε συγκεκριμένα Ειρηνοδικεία, όπως αυτά της Περιφέρειας Πειραιά, στα οποία ο χρόνος εκδίκασης φθάνει ακόμη και το 2032, ενώ πιο σύντομοι είναι οι χρόνοι σε άλλα Ειρηνοδικεία της Περιφέρειας Αθηνών, όπου ο χρόνος εκδίκασης δεν επεκτείνεται πέραν του 2022, δηλαδή δύο χρόνια από σήμερα. Με δεδομένο πάντως ότι στον νομό Αττικής συγκεντρώνεται το 50% των εκκρεμών υποθέσεων και μεταξύ αυτών οι μισές εκδικάζονται σε Ειρηνοδικεία του Πειραιά, το πρόβλημα είναι έντονο, καθώς οδηγεί σε άτυπη παράταση του νόμου Κατσέλη για ακόμη μία δεκαετία, παρά το γεγονός ότι ο νόμος πρόκειται να καταργηθεί σύντομα και στη θέση του να ισχύσει το νέο πτωχευτικό πλαίσιο.
Η κυβέρνηση και δη το υπουργείο Δικαιοσύνης μελετούν προτάσεις για την επίσπευση της εκδίκασης αυτών των υποθέσεων και μεταξύ των λύσεων που εξετάζονται είναι η κατάργηση της προφορικής διαδικασίας με την ακρόαση μαρτύρων. Αντ’ αυτής, προτείνεται η καθιέρωση της γραπτής διαδικασίας με βάση τα στοιχεία που συγκροτούν τον φάκελο του κάθε οφειλέτη και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε συντόμευση της εκδίκασης, χωρίς ωστόσο αυτή η λύση να εξασφαλίζει από μόνη της την ολοκλήρωση της εκδίκασης όλων των υποθέσεων έως το 2022, όπως απαιτούν οι θεσμοί.
Οι τράπεζες ρίχνουν το βάρος στην εξωδικαστική επίλυση αυτών των υποθέσεων, προτείνοντας ρυθμίσεις κατά το πρότυπο του νόμου Κατσέλη, δηλαδή με «κούρεμα» της οφειλής βάσει της πρακτικής που επιδικάζουν τα Ειρηνοδικεία. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος Κατσέλη, μετά και τις διαδοχικές αναθεωρήσεις που έχει υποστεί, προβλέπει ότι ο οφειλέτης, για να προστατεύσει την πρώτη κατοικία του, θα πρέπει να αποπληρώσει το 100% της εμπορικής αξίας της και οι τράπεζες αντιπροτείνουν αντίστοιχους όρους προκειμένου να αναβιώσουν αυτές τις οφειλές.
Οπως σημειώνουν, οι προτεινόμενες λύσεις, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ένταξης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας, συγκροτούν ένα ευνοϊκό πλέγμα για όσους θέλουν πραγματικά να ρυθμίσουν την οφειλή τους. Το γεγονός άλλωστε ότι 6 στις 10 αποφάσεις που εκδίδονται το τελευταίο διάστημα από τα Ειρηνοδικεία της χώρας είναι αρνητικές για τον οφειλέτη, δείχνει ότι τα δικαστήρια έχουν αλλάξει στάση, εκτιμώντας έπειτα από τη 10ετή συσσωρευμένη εμπειρία ότι ένας σημαντικός αριθμός μεταξύ αυτών που έχουν κάνουν αίτηση δεν δικαιούται προστασία. Η νέα «τάση» είναι οι απορριπτικές αποφάσεις να υπερτερούν αυτών που γίνονται αποδεκτές και καταλήγουν σε ένα είδος ρύθμισης, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το εύρος της προστασίας που παρείχε μέχρι σήμερα ο νόμος Κατσέλη έχει περιοριστεί σημαντικά και πλέον οι αποφάσεις που βγαίνουν κατά του δανειολήπτη είναι περισσότερες σε σχέση με αυτές που είναι υπέρ του.