Το «ασφαλιστικό» δίλημμα για τους επαγγελματίες

Δικαίωμα στην επιλογή αποκτούν από το νέο έτος περισσότεροι από ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενοι. Το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα τους επιτρέπει να διαλέγουν ανά έτος το ποσό που θα πληρώνουν στον ΕΦΚΑ. Οι επαγγελματίες θα ξέρουν εκ των προτέρων ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές που θα καταβάλλουν, τόσο υψηλότερη θα είναι και η σύνταξη που θα λάβουν όταν συμπληρώσουν τα απαιτούμενα έτη ασφάλισης.

Με την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου στις αρχές του 2020, θα αποκαλυφθεί το τελικό ύψος των συντάξεων που θα προκύπτουν ανάλογα με τις ασφαλιστικές εισφορές που θα επιλέγει ο κάθε επαγγελματίας. Και αυτό, διότι εκτός από το ύψος των μηνιαίων καταβολών –το οποίο θα κυμαίνεται από 210 έως 566 ευρώ– θα αποκαλυφθούν και οι νέοι συντελεστές υπολογισμού των συντάξεων (συντελεστές αναπλήρωσης) αλλά και η «συνταγή» κατανομής των εισφορών, δηλαδή ποιο τμήμα των εισφορών θα πηγαίνει για τη σύνταξη και ποιο για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Με τα αποκαλυπτήρια του ύψους των συντάξεων, που θα βγάζει το νέο σύστημα ανάλογα με το ύψος των εισφορών, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να απαντήσουν και στο αν αξίζει να επιλέξουν υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία από τις έξι που θα προσφέρει το δημόσιο σύστημα, ή αν θα είναι προτιμότερο να επιλέξουν μία από τις χαμηλότερες κατηγορίες προκειμένου με τη διαφορά να χρηματοδοτούν και ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα από τον ιδιωτικό τομέα. H απάντηση στο δίλημμα δεν θα μπορεί να δοθεί εύκολα.

Ακόμη και αν σε αμιγώς οικονομικούς όρους προκύπτει ότι είναι συμφέρον να επιλέξει κάποιος την ενίσχυση του εισοδήματός του μετά τη συνταξιοδότηση και μέσω ενός ιδιωτικού συμβολαίου, στην πράξη θα πρέπει να γίνουν αντιληπτές οι μεγάλες διαφορές: η σύνταξη του Δημοσίου όχι μόνο είναι ισόβια, αλλά μπορεί και να μεταβιβαστεί στον ή στη σύζυγο μετά θάνατον. Η σύνταξη που χορηγεί η ασφαλιστική εταιρεία έχει ημερομηνία λήξεως, η οποία περιγράφεται ρητά στο συμβόλαιο. Αρα, το τι είναι συμφέρον και το τι όχι εξαρτάται και από τα χρόνια που θα παραμείνει στη σύνταξη ο ασφαλισμένος. Επίσης, με την κατακόρυφη πτώση των επιτοκίων, οι εγγυημένες αποδόσεις που παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, σύντομα θα αποτελέσουν παρελθόν και οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να διεκδικήσουν υψηλές αποδόσεις μέσα από ασφαλιστικά προγράμματα μόνο με την ανάληψη ρίσκου.

Το θετικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους είναι ότι για πρώτη φορά αποκτούν δικαίωμα στην επιλογή. Επί δεκαετίες ολόκληρες, οι ασφαλιστικές εισφορές ήταν «κλειδωμένες» στα ίδια επίπεδα. Αρχικά υπήρχε ο θεσμός των ασφαλιστικών κλάσεων και οι ασφαλισμένοι γνώριζαν ότι με την πάροδο των ετών θα έπρεπε να πληρώνουν ολοένα και περισσότερα, καθώς οι εισφορές ήταν συνδεδεμένες με τα έτη ασφάλισης. Μόνο μέσα στην κρίση δόθηκε η δυνατότητα αλλαγής κλάσης προς τα κάτω, αλλά και αυτό ήταν ένα προσωρινό μέτρο για να σταματήσουν οι επαγγελματίες να συσσωρεύουν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Από το 2016 και μετά, με τον νόμο Κατρούγκαλου, η ασφαλιστική εισφορά μετατράπηκε ουσιαστικά σε φόρο καθώς συνδέθηκε με το δηλωθέν εισόδημα (και υπολογιζόταν αρχικά με 26,95% και από την 1/1/2019 με ποσοστό 20,28%). Ετσι, και πάλι δεν μπορούσε να επιλέξει κάποιος πόσα θα πληρώνει στο ασφαλιστικό ταμείο.

Με την ψήφιση του νέου ασφαλιστικού νόμου, οι αυτοαπασχολούμενοι θα είναι σε θέση να κάνουν τους απαραίτητους υπολογισμούς τους. Η ελάχιστη υποχρεωτική εισφορά των 210 ευρώ θα «βγάζει» σύνταξη, η οποία θα φτάνει ακόμη και στα 673 ευρώ (μετά την αφαίρεση της εισφοράς υγείας ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης). Το ποσό αυτό θα προκύπτει αν για όλη την περίοδο ασφάλισης πληρώνει μόνο το ελάχιστο ποσό. Το ερώτημα είναι το εξής: Πόσο θα ανέβει η σύνταξη αν ο ασφαλισμένος επιλέξει να πληρώνει περισσότερες εισφορές; Τα στοιχεία δείχνουν τα εξής (σ.σ. οι υπολογισμοί γίνονται με βάση τους σημερινούς συντελεστές αναπλήρωσης, οι οποίοι όμως θα αυξηθούν από το νέο έτος ειδικά για όσους έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης):

1. Για όποιον πληρώνει κατά μέσον όρο 252 ευρώ εισφορές ανά μήνα αντί για 210 ευρώ (δηλαδή 42 ευρώ παραπάνω), η σύνταξη θα φτάνει στα 735 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης.

2. Με περαιτέρω αύξηση των εισφορών στα 302 ευρώ, η σύνταξη θα ανέρχεται στα 836 ευρώ (μετά την αφαίρεση των εισφορών για την υγεία). Δηλαδή, πληρώνοντας 163 ευρώ περισσότερα από την ελάχιστη εισφορά των 210 ευρώ, η σύνταξη θα μπορεί να αυξηθεί ακόμη και κατά 163 ευρώ τον μήνα.

3. Επιλέγοντας τη βαθμίδα των 363 ευρώ ανά μήνα, η σύνταξη φτάνει και στα 958 ευρώ (συν 285 ευρώ ανά μήνα ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης), ενώ με τα 435 ευρώ, η σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 1.103 ευρώ, ποσό 430 ευρώ μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει με την εισφορά των 210 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης.

4. Η μεγαλύτερη σύνταξη που μπορεί να λάβει κάποιος ύστερα από τέσσερις 10ετίες εργασίας, είναι τα 1.367 ευρώ, ποσό όμως που για να παραχθεί πρέπει να καταβάλλονται εισφορές 566 ευρώ ανά μήνα σταθερά και για τις τέσσερις 10ετίες.

Τι να συγκρίνετε και οι 2 κρίσιμοι παράγοντες

Για να επιλέξει κάποιος αν θα «κόψει» χρήματα από τις εισφορές του Δημοσίου για να τις δώσει σε ένα ιδιωτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, θα πρέπει να συγκρίνει ομοειδή πράγματα. Δηλαδή, θα πρέπει να συγκρίνει τη αύξηση που θα προκύψει στη σύνταξη αν οι επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται (π.χ.) για 20 έτη και τι ποσό σύνταξης προκύπτει αντίστοιχα για ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο διάρκειας 20 ετών. Με τα προϊόντα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά, με καταβολή εισφορών για 20 έτη της τάξεως των 100 ευρώ ανά μήνα, θα μπορεί κάποιος να πάρει μια σύνταξη της τάξεως των 100-110 ευρώ ύστερα από 20 χρόνια καταβολής των ασφαλίστρων. Πληρώνοντας τα 100 ευρώ επιπλέον εισφορών στο κρατικό σύστημα για 20 χρόνια, η σύνταξη μπορεί να αυξηθεί όχι περισσότερο από 50-60 ευρώ. Ετσι, εκ πρώτης όψεως, συμφέρει η συμπληρωματική σύνταξη από τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, πριν από την τελική απόφαση, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι:

1. Η σύνταξη του ιδιωτικού τομέα δεν είναι ισόβια αλλά καταβάλλεται για συγκεκριμένα χρόνια.

2. Λόγω της πτώσης των επιτοκίων, η κατάσταση στην αγορά των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων αλλάζουν άρδην και τις εγγυημένες αποδόσεις. Τα νέα προγράμματα θα έχουν ρίσκο. Θεωρητικά, οι συντάξεις του Δημοσίου είναι εγγυημένες από το ελληνικό κράτος αν και αυτό, όπως αποδείχθηκε στη 10ετία των μνημονίων, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

kathimerini.gr