Το ελληνικό περιοδικό που ήταν συλλεκτικό ήδη από το πρώτο τεύχος
ο Σπύρος Πιστικός
Το θυμάμαι σαν χθες: τέλη Αυγούστου του 2013. Το νέο τεύχος του ΚΟΜΙΞ είχε μόλις κυκλοφορήσει και το αγόρασα από ένα περίπτερο στον σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι. Ήταν το μοναδικό περιοδικό που αγόραζα ακόμα – ναι, κόντευα να κλείσω τα 30, κι όμως το διάβαζα φανατικά. Τίποτα δεν προμήνυε στο εξώφυλλό του το δυσάρεστο νέο που ανακοίνωναν διακριτικά σε μία μόλις σελίδα οι Χρήστος και Ντέιβιντ Τερζόπουλος: ότι αυτό ήταν το τελευταίο του τεύχος.
Ήταν ένα άδοξο φινάλε για ένα περιοδικό που κυκλοφορούσε αδιάκοπα από τον Ιούνιο του 1988: 25 ολόκληρα χρόνια, 303 τεύχη. Και αμέτρητες στιγμές διασκέδασης.
Σίγουρα δεν ήταν το πρώτο περιοδικό με κόμικς που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Δεν ήταν καν το πρώτο με ιστορίες του Ντίσνεϊ. Είχαν προηγηθεί περιοδικά όπως το θρυλικό εβδομαδιαίο Μίκυ Μάους, τα μηνιαία Σούπερ Μίκυ και Μεγάλο Μίκυ, και τα Κλασικά του Ντίσνεϊ. Όλα αυτά τα περιοδικά ήταν των Εκδόσεων Τερζόπουλου. Και όλα είχαν το ίδιο κοινό: τα παιδιά διαφόρων ηλικιών.
Συγκριτικά με αυτά τα περιοδικά, το ΚΟΜΙΞ μοιάζει με ένα ασυνήθιστο πείραμα των εκδόσεων Τερζόπουλου. Ένα περιοδικό με κόμικς, που όμως δεν απευθυνόταν μόνο σε παιδιά, αλλά και σε μεγάλους – ίσως περισσότερο στους μεγάλους, παρά στα παιδιά. Σε μία εποχή που οι παλιοί αποκαλούσαν τα κόμικς συλλήβδην «μικυμάου» και πίστευαν ότι είναι μόνο για μικρά παιδιά (πόσοι από μας δεν έχουμε ακούσει από γονείς και παππούδες αυτό το «πάλι μικυμάου διαβάζεις, πιάσε ένα κανονικό βιβλίο, ολόκληρος/η άντρας/γυναίκα»;), το ΚΟΜΙΞ τόλμησε να δει τα κόμικς από μία άλλη σκοπιά, τόλμησε να πάρει τα κόμικς στα σοβαρά και να απευθυνθεί σε ένα κοινό που ενδεχομένως να μην ήταν ακόμα ώριμο.
Στα τεύχη του ΚΟΜΙΞ, ανάμεσα στις ιστορίες με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Ντακ, τον Σκρουτζ Μακ Ντακ, τους Χιούι, Λιούι και Ντιούι, και σπανιότερα τον Μίκυ Μάους και τον Γκούφυ, έβρισκε κανείς ενδελεχείς αναλύσεις που θα ταίριαζαν περισσότερο σε μία λογοτεχνική επιθεώρηση παρά σε ένα περιοδικό με κόμικς. Καλογραμμένα, προσεγμένα, «μεγαλίστικα» κείμενα που σε ένα παιδί πιθανότατα δεν έλεγαν τίποτα, και αποτελούσαν απλά μία βαρετή σελίδα πριν περάσει στην επόμενη ιστορία, όμως ήταν πολύ ενδιαφέροντα για αυτούς που ήθελαν το κάτι παραπάνω, για αυτούς που ήθελαν να μάθουν τι κρύβεται πίσω από ένα κόμικ.
Με το πέρασμα του χρόνου, το ΚΟΜΙΞ άρχισε να μεγαλώνει. Από τις 32 σελίδες πήγε στις 48, κατά καιρούς υπήρχαν διπλά τεύχη των 64 σελίδων, και τα τελευταία χρόνια ξεπερνούσε τις 100 σελίδες. Ανάλογα αυξήθηκαν και οι αναλύσεις, τα άρθρα, οι συνεντεύξεις με δημιουργούς, οι ειδικές εκδόσεις. Στο απόγειο της δόξας του, το ΚΟΜΙΞ ήταν ένα περιοδικό που δεν το ξεφύλλιζες απλά, αλλά το «ρούφαγες» ολόκληρο, έστω κι αν χρειάζονταν ώρες για να το τελειώσεις.
«Συλλεκτικό Τεύχος»
Ήδη από το πρώτο τεύχος του περιοδικού, στην κάτω δεξιά γωνία υπήρχε η χαρακτηριστική κόκκινη κορδέλα με τις λέξεις «Συλλεκτικό Τεύχος» γραμμένες με καλλιγραφικά. Τι σημαίνει όμως «Συλλεκτικό τεύχος»; Μπορεί ένα περιοδικό να γίνει συλλεκτικό αντικείμενο απλά επειδή έχει αυτήν την επιγραφή πάνω του; Ποιος είναι σε τελική ανάλυση αυτός που αποφασίζει αν ένα αντικείμενο είναι συλλεκτικό ή όχι;
Πάντως, το ΚΟΜΙΞ τα κατάφερε: έγινε πράγματι συλλεκτικό αντικείμενο. Δεν ξέρω πόσοι το πίστεψαν από την αρχή και άρχισαν να το συλλέγουν, όμως ξέρω ότι πολλοί το ανακάλυψαν στην πορεία και έψαχναν μανιωδώς παλιά τεύχη για να συμπληρώσουν τη συλλογή τους. Το ξέρω, γιατί ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς.
Σαφάρι στα παλαιοβιβλιοπωλεία
Ανακάλυψα το ΚΟΜΙΞ το καλοκαίρι του 1995, σε ηλικία 11 ετών. Ήταν το τεύχος #85, «Ένας Θεόμουρλος Μίδας» που μόλις είχε κυκλοφορήσει, και το εξώφυλλό του μου τράβηξε την προσοχή. Από τότε έγινα φανατικός αναγνώστης του. Δεν έχασα τεύχος του ξανά. Έχω μέσα μου αμέτρητες μνήμες από ιστορίες που με ταξίδεψαν από την Τράλλα Λα στα βάθη του Θιβέτ μέχρι τη Χαμένη Ατλαντίδα και από τον Βόρειο Πόλο μέχρι τον πλανήτη Αφροδίτη. Η αγαπημένη μου ιστορία παραμένει οι «Φύλακες της Χαμένης Βιβλιοθήκης», χάρη στην οποία έγραψα στη Β’ Γυμνασίου την καλύτερή μου έκθεση: ο καθηγητής μας έβαλε θέμα «Μία μέρα στη βιβλιοθήκη», και ενώ όλοι οι άλλοι έγραψαν για τις βαρετές τους μέρες σε μία κλασική βιβλιοθήκη, εγώ έγραψα μία επική (όσο και εξωφρενική) περιπέτεια με φόντο τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Πήρα 18 και ο καθηγητής διάβασε την έκθεσή μου σε όλους ως παράδειγμα προς μίμηση.
Όμως είχαν προηγηθεί 84 ολόκληρα τεύχη που είχαν περάσει και έπρεπε να γίνουν δικά μου. Πράγμα που, όπως διαπίστωσα, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Γιατί εν τω μεταξύ το ΚΟΜΙΞ είχε γίνει συλλεκτικό αντικείμενο, και το να βρεις ένα από τα πρώτα τεύχη ήταν τόσο πιθανό όσο το να βρεις το θησαυρό του πειρατή Μαυρογένη κρυμμένο στην ντουλάπα σου. Δηλαδή όχι και πολύ πιθανό. Και ακόμα κι αν τα βρεις, θα πρέπει να πληρώσεις εκατοντάδες ευρώ για να τα αποκτήσεις. Όμως τα υπόλοιπα τεύχη απλά θέλουν ψάξιμο πολύ ψάξιμο.
Και κάπως έτσι άρχισε το… σαφάρι. Όπου κι αν πήγαινα έψαχνα να βρω για παλιά κόμιξ. Βρήκα κάποια σπάνια τεύχη καταχωνιασμένα πίσω από κάτι κιτρινισμένα σταυρόλεξα σε ένα περίπτερο στο Μαρούσι. Στα νησιά που πηγαίναμε διακοπές με την οικογένειά μου το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να εντοπίσω το Κέντρο Τύπου, όπου πάντα έβρισκα κάποιο παλιό τεύχος που είχε ξεμείνει. Αρκετά τεύχη τα βρήκα σε παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι, όπου πήγαινα σχεδόν κάθε Κυριακή. Δυο-τρία σπάνια τεύχη τα αντάλλαξα με έναν φίλο μου από το σχολείο για κάτι αυτοκόλλητα Panini – άλλη τρέλα κι αυτή. Και κάπως έτσι έφτασα να έχω μία αρκετά αξιοπρεπή συλλογή. Μια συλλογή όπου κάθε τεύχος μου θυμίζει το μέρος όπου το βρήκα και την περιπέτεια που πέρασα για να το βρω.
Το παλιότερο τεύχος μου είναι το #12: Το Μυστήριο του Βάλτου. Με κάποιον τρόπο κατάφερα να το αγοράσω από το Μοναστηράκι σε εξευτελιστική τιμή από έναν μαγαζάτορα που μάλλον δεν ήξερε την αξία του. Το #26 το βρήκα στο Κέντρο Τύπου στα Καλάβρυτα. Το #27 με περίμενε σε ένα περίπτερο στην Κηφισιά. Το #32 το βρήκα στην Άνδρο. Το #34 στην Κεφαλονιά. Το #51 στη Θάσο. Μπορεί να μη θυμάμαι ποια χρονιά πήγα στη Θάσο ή πώς λεγόταν το μέρος όπου έμενα, αλλά θυμάμαι ότι σε ένα παρακμιακό μαγαζάκι βρήκα αυτό το τεύχος που δεν το είχα ξαναδεί μέχρι τότε.
Επίλογος
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έκλεισε το ΚΟΜΙΞ. Οι εκδότες στον επίλογό τους δεν έδωσαν κάποια εξήγηση. Έχει όμως ενδιαφέρον αυτό που παρατηρεί στο δικό του αποχαιρετιστήριο κειμενάκι ο Ντέιβιντ Τερζόπουλος, απευθυνόμενος στους αναγνώστες: «Πιστεύω πως τα περιοδικά μας δεν προσέφεραν μόνο ψυχαγωγία αλλά παράλληλα κατάφεραν να δώσουν σημαντικά μαθήματα και να καλλιεργήσουν μια ιδιαίτερη νοοτροπία ζωής. Δεν το θεωρώ τυχαίο το πόσοι πολλοί από εσάς γίνατε δημοσιογράφοι, δικηγόροι και ιατροί. Εξ άλλου αυτός ήταν πάντα ο σκοπός μας. Να διευρύνουμε τους πνευματικούς ορίζοντες των αναγνωστών μας. Το πετύχαμε».
Πράγματι, το πέτυχαν. Και το λέω ως ένας από αυτούς τους αναγνώστες που κουβαλάνε (και πάντα θα κουβαλάνε) μέσα τους το ΚΟΜΙΞ.