Το έπος του 2004 έχει ονοματεπώνυμο: Ότο Ρεχάγκελ

«Ο Έλληνας ξέρει». Είναι μια ατάκα που όλοι έχουμε πει ή έχουμε σκεφτεί και χρησιμοποιείται σαν επιβεβαίωση του πόσο δίκιο έχουμε πάνω σε αυτό για το οποίο συζητάμε εκείνη τη στιγμή. Οτιδήποτε κι αν αφορά αυτό. Πολιτική, οικονομία, κινηματογράφος, κουζίνα, αθλητισμός, πώς περνάει στο σπίτι του ένα ζευγάρι στην άλλη πλευρά του κόσμου, πυρηνική φυσική, μουσική, τα πάντα… Όλα τα ξέρει ο Έλληνας και για όλα έχει άποψη, παρά το γεγονός ότι σταθερά επί δεκαετίες η ζωή του μάλλον δεν βελτιώνεται αλλά χειροτερεύει.

Και γι’ αυτό, όμως, ο Έλληνας ξέρει ότι δεν είναι δικό του λάθος αλλά κάποιων άλλων που θέλουν να τον καταστρέψουν. Γιατί ο Έλληνας, είπαμε, πάντα ξέρει. Σήμερα, πάντως, που γιορτάζει την 16η επέτειο από την κατάκτηση του Euro 2004, την 16η επέτειο από την ημέρα που όλος ο πλανήτης πραγματικά μιλούσε με θαυμασμό για τον Έλληνα, καλό θα είναι αυτός να ξέρει ότι… δεν ήξερε. Γιατί αν οι αποφάσεις παίρνοντας με βάση αυτά που ήθελε ο Έλληνας τότε, η εθνική ομάδα δε θα είχε αναδειχθεί ποτέ πρωταθλήτρια Ευρώπης, πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών στο ποδόσφαιρο.

Καταρχάς, είναι αμφίβολο αν θα είχε προσληφθεί στην εθνική ομάδα ο Ότο Ρεχάγκελ. Ο Γερμανός προπονητής ήταν, φυσικά, ένα πολύ σεβαστό όνομα στην πατρίδα του, έχοντας κατακτήσει δύο πρωταθλήματα και το κύπελλο Κυπελλούχων με τη Βέρντερ Βρέμης, για να ακολουθήσει το θαύμα με την Καϊζερσλάουτερν, την οποία ανέβασε στη Bundesliga και την οδήγησε στην κατάκτηση του τίτλου. Είχε, επομένως, βιογραφικό. Πέραν αυτού, είχε και υπομονή, λέξη άγνωστη στην Ελλάδα και φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Από το πρώτο ματς. Από εκείνο το 5-1 από τη Φινλανδία τον Σεπτέμβριο του 2001, το οποίο αρκούσε για να αρχίσουν τα αρνητικά σχόλια και η απαξίωση του Γερμανού.

Μια εθνική ομάδα που δεν μπορούσε να πετύχει απολύτως τίποταΟ Ρεχάγκελ ήταν το πιο σημαντικό όνομα προπονητή που είχε έρθει στην Ελλάδα, αλλά αρκούσε ένα 90λεπτο, το πρώτο του στον πάγκο του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, για να έρθει η απαξίωση, τα αρνητικά σχόλια, οι αναλύσεις για τους λόγους που δεν πρόκειται να κάνει τίποτα σημαντικό, παρά μόνο θα πάρει τα λεφτά από το συμβόλαιο που του πρόσφερε η ΕΠΟ και θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς να έχει αφήσει τίποτα καλό να θυμόμαστε. Παραβλέποντας το γεγονός ότι μέχρι τότε, αν εξαιρέσουμε τη χαρά της συμμετοχής σε ένα Μουντιάλ και σε ένα Euro, πραγματικά δεν είχαμε τίποτα να θυμόμαστε από την εθνική ομάδα.

Δεν ήταν, όμως, μόνο η 5άρα από τη Φινλανδία, αυτό που έφερε γκρίνια για τον Ότο από την αρχή. Ήταν και η… απώλεια ενός παίκτη. Η παρεξήγηση του με τον Γρηγόρη Γεωργάτο εκείνη την ημέρα, όταν ο άσος της Ίντερ αντέδρασε μαθαίνοντας ότι θα χρησιμοποιηθεί ως αριστερός χαφ και όχι ως αριστερός μπακ, είχε ως συνέπεια να μείνει εκτός εθνικής για τη συνέχεια. Δίκαιο; Καθαρά ποδοσφαιρικά, αν αυτό που μετράει σε μια ομάδα είναι καθαρά οι ικανότητες του κάθε παίκτη, άδικο. Ο Γεωργάτος ήξερε τρελή μπάλα και αν ήταν περισσότερο επαγγελματίας ή λιγότερο… τρελός, θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα στην Ιταλία με τους νερατζούρι. Δεν αμφισβητεί κανείς, επομένως, ότι ποδοσφαιρικά, έπρεπε να είναι πάντα στην εθνική. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως, όπως αποδείχθηκε από το αποτέλεσμα, ότι ήταν σωστή και η απόφαση του Ρεχάγκελ.

Ο Γερμανός παρέλαβε μια εθνική ομάδα που δεν μπορούσε να πετύχει απολύτως τίποτα και στο ντεμπούτο του έχασε με 5άρα από τη Φινλανδία και παράλληλα «έχασε» και έναν από τους καλύτερους παίκτες της. Για να γίνει ακόμη πιο περίεργο το σκηνικό, θα ερχόταν λίγους μήνες μετά η «απώλεια» κι άλλου παικταρά. Του Άκη Ζήκου. Δύο μήνες μετά τη Φινλανδία, σε ένα φιλικό με την Κύπρο, ο Ρεχάγκελ τον έβαλε ως αλλαγή στο 85ο λεπτό και… τέλος. Δεν τον είδαμε ξανά με το εθνόσημο στο στήθος. Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση του Γεωργάτου, ισχύουν τα ίδια πράγματα. Ο Ζήκος ήταν ένας παίκτης που έκανε τη διαφορά στο χώρο του κέντρου και το απέδειξε τόσο στην ΑΕΚ όσο και (περισσότερο ακόμη) στη Μονακό, με την οποία έφτασε ως τον τελικό του Champions League το 2004.

Η έντονη κριτική, έφερε αμφισβήτηση

Το γεγονός, επομένως, ότι στους πρώτους του μήνες στην εθνική ομάδα ο Ρεχάγκελ είχε να επιδείξει… τίποτα αξιόλογο αγωνιστικά και παράλληλα τις απώλειες δύο σημαντικών παικτών, αρκούσε για να αρχίσει και να ενταθεί η αμφισβήτηση. Και αυτή θα μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά λόγω κάποιων άλλων επιλογών του, οι οποίες επίσης δεν είχαν την έγκριση του Τύπου ή του κόσμου. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι περνούσε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του στην πατρίδα του και όχι στην Ελλάδα.

Ο Ότο δεν έδειξε διάθεση να εγκατασταθεί μόνιμα εδώ, με συνέπεια να κατηγορείται ότι δεν ενδιαφέρεται και πολύ, αφού τον περισσότερο καιρό ήταν στη Γερμανία και παρακολουθούσε αγώνες της Bundesliga. Και ο Έλληνας ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος και θα αποδεικνυόταν με τα άσχημα αποτελέσματα που θα ακολουθούσαν και τα οποία θα είχαν τελικά ως συνέπεια ο Ρεχάγκελ να αποτύχει και απλά να πάρει την αποζημίωση του. Ακριβώς, δηλαδή, όπως έλεγαν οι προβλέψεις και οι… αναλύσεις όταν είχε υπογράψει το συμβόλαιο του με την ΕΠΟ.

Μια αποζημίωση, πάντως, που δε θα την «απολάμβανε» μόνος του. Με την αποτυχία του, ο Γερμανός θα… έφτιαχνε και τον συνεργάτη του και «φίλο» του, τον Γιάννη Τοπαλίδη. Τον άνθρωπο που αποτελούσε τη φωνή του, αφού ήταν ο μεταφραστής του. Παράλληλα, βέβαια, ήταν και βοηθός του, αλλά αυτό δεν απασχόλησε ιδιαίτερα ποτέ κανέναν. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Τοπαλίδης όντως δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο ως προπονητής, παρά το γεγονός ότι είχε φοιτήσει στη σχολή του Μάιντς και στη συνέχεια σε αυτή της Κολωνίας, παίρνοντας και υψηλούς βαθμούς, μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής καριέρας του στις μικρότερες κατηγορίες της Γερμανίας.

Ο καταλληλότερος για να είναι δίπλα του

Μπορεί κανείς να τον φανταστεί πρώτο προπονητή σε κάποια μεγάλη ελληνική ομάδα; Όχι. Και όχι άδικα, επίσης. Το αποδεικνύει και η πορεία του αυτό, δεν έκανε πουθενά καριέρα προπονητή. Για τον Ρεχάγκελ, όμως, ήταν ο κατάλληλος για να είναι δίπλα του, ήταν ο Έλληνας που ήξερε άπταιστα γερμανικά, ήταν αυτός στον οποίο μπορούσε να έχει τυφλή εμπιστοσύνη, αυτός που θα μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα από τον καθένα τι ακριβώς ήθελε ο προπονητής από τους παίκτες του. Και παράλληλα αυτός που θα μπορούσε να ηρεμήσει τον προπονητή και να του εξηγήσει πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα σε όλους τους τομείς. Το πώς σκέφτονται οι παράγοντες, το πώς λειτουργούν οι ποδοσφαιριστές, το πόσα πολλά ξέρει ο δημοσιογράφος, το πόσο δίκιο έχει πάντα ο Έλληνας σε όλα.

Στοιχεία, όλα αυτά, που θα είχαν περάσει εντελώς απαρατήρητα και για τα οποία δε θα γραφόταν κανένα κείμενο, σαν αυτό για παράδειγμα, αν πριν ακριβώς 16 χρόνια δεν εκτελούσε εκείνο το κόρνερ ο Μπασινάς στο 56′ και δεν έπαιρνε εκείνη την κεφαλιά ο Χαριστέας, κάνοντας το Πορτογαλία-Ελλάδα 0-1 και ανεβάζοντας την εθνική ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης! Και το γεγονός ότι θα συνέβαινε αυτό, παραδόξως, ο Έλληνας δεν το ήξερε…

ΥΓ: Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ο άνθρωπος που έγραψε αυτό το κείμενο δεν πίστευε ότι ο Ρεχάγκελ θα πετύχει, θεώρησε τραγικό το γεγονός ότι μια ομάδα με περιορισμένο ταλέντο «έκαψε» δύο παίκτες όπως οι Ζήκος και Γεωργάτος, δεν καταλάβαινε τον λόγο ύπαρξης του Τοπαλίδη στο τεχνικό τιμ και ήταν σίγουρος ότι η Ελλάδα δε θα έκανε ούτε μία νίκη στο Euro 2004.

Πηγή