Το φεστιβάλ που πλήρωνες 12.000 δολάρια για το τίποτα

Τι χρειάζεσαι ως συνταγή επιτυχίας ενός event στην εποχή του ίντερνετ και των social media; Ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, αβυσσαλέα φιλοδοξία, επιθετικό μάρκετινγκ, χορηγούς με μεγάλες τσέπες, περσόνες αμφιβόλου αξίας (στον κόσμο του ίντερνετ όλοι έχουν αξία) με χιλιάδες followers να διαφημίζουν το event και λίγη τύχη.

Ο Ελληνοαμερικάνος Μπίλι ΜακΦάρλαντ τα είχε όλα εκτός από το τελευταίο στοιχείο. Μαζί όμως με τα συστατικά της «μανιέρας» είχε και άλλο ένα στο μυαλό του. Πώς θα βγάλει το μέγιστο κέρδος πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Το φαντασιακό του αμερικανικού ονείρου και η κενότητα του ίντερνετ είναι ένας πολύ δυναμικός συνδυασμός. Εκείνοι που είχαν την τύχη και την ικανότητα να ξεγελάσουν τους σωστούς ανθρώπους αυτή τη στιγμή γυρνάνε τον κόσμο παρουσιάζοντας στα Instagram τους την πληθωρική καθημερινότητά τους. Άλλοι πάλι άγγιξαν τον πλουτισμό αλλά η ικανότητά τους δεν ήταν αρκετή για να φτάσουν μέχρι τέλους.

Ο Μακ Φάρλαντ μαζί με τον ράπερ Ja Rule σκέφτηκαν να διοργανώσουν ένα μεγάλο φεστιβάλ δίνοντας την ευκαιρία στους θεατές, αφού πληρώσουν πολλά, να γευτούν μία εμπειρία που θα ξεπερνούσε την θέαση μιας απλής συναυλίας. Και σίγουρα τα κατάφεραν…

O entrepreneur που έβλεπε τον εαυτό του ως έναν εκκολαπτόμενο Ζάκεμπεργκ

Ο γεννημένος το 1991 Μπίλι ΜακΦάρλαντ είχε ένα όραμα για τον εαυτό του. Όπως και πολλοί νεαροί Αμερικάνοι άλλωστε. Να γίνει πολύ γρήγορα επιτυχημένος εισοδηματίας μέσω μίας καλής ιδέας. Το αμερικανικό όνειρο άλλωστε έχει την ικανότητα να εξελίσσεται σαν χαμαιλέοντας μέσα στα χρόνια αλλά στον πυρήνα του να παραμένει το ίδιο.

Θεωρούσε εαυτόν έναν εκκολαπτόμενο Μαρκ Ζάκερμπεργκ όταν έστησε την πρώτη του εταιρεία στα 13. Μιλούσε σε talk shows με μία απίστευτη αυτοπεποίθηση που σε έκανε να πιστέψεις ότι είχε φτιαχτεί για την επιτυχία.

Η πρώτη του απόπειρα έγινε από το υπόγειο του πατρικού στο Νιου Τζέρσεϊ και αφορούσε μία πιστωτική κάρτα απευθυνόμενη κυρίως στη γενιά των millennials: Η «Magnises» θα έδινε πρόσβαση σε θεάματα και σε ιδιωτικά club στις μεγαλύτερες πόλεις της Αμερικής.

Στη συνέχεια η κάρτα θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα application που ονομαζόταν Fyre και μέσω αυτού θα μπορούσε κάποιος να «νοικιάσει» έναν διάσημο από μία σχετική λίστα για να τον συνοδεύσει σε ένα πάρτι ή σε μία άλλη κοινωνική εκδήλωση.

Το magnum opus του ΜακΦάρλαντ ωστόσο ήταν ένα μουσικό φεστιβάλ το οποίο θα συνδύαζε τα παραπάνω και θα έδινε μία φαντασμαγορική εμπειρία στους επισκέπτες σε ένα μαγευτικό «ιδιωτικό» νησί στις Μπαχάμες το οποίο είχε γίνει γνωστό ως το «νησί του Εσκομπάρ».

Το φεστιβάλ που θα «άλλαζε την ιστορία των φεστιβάλ»

Ο ΜακΦάρλαντ ήταν ένας άνθρωπος με εξαιρετικές ικανότητες στην πειθώ και με μία δυνατότητα στο να παραμυθιάζει εκείνους που ήθελε ώστε να του δίνουν τεράστια ποσά. Ο ΜακΦάρλαντ ήξερε πολύ καλά πόσο ματαιόδοξος είναι ο κόσμος των social media. Και πάνω σε αυτό πάτησε.

To «Fyre Festival» διαφημίστηκε με επιθετικούς όρους ως το απόλυτο luxury μουσικό event που θα ισοπέδωνε το Coachella. Η διοργάνωση πλήρωσε πολύ καλά δεκάδες ανθρώπους οι οποίοι θα προωθούσαν το φεστιβάλ: Ανάμεσα σε αυτούς τα πιο περιζήτητα μοντέλα της εποχής μας όπως η Μπέλα Χαντίντ, η Έμιλι Ρατακόφσκι και η Κέιτ Μος και ένα μάτσο influencers. Φημολογείται ότι η Κένταλ Τζένερ πήρε 250.000 δολάρια για να κάνει ένα μόλις ποστ για το φεστιβάλ που εκτόξευσε τις πωλήσεις.

Η υπόσχεση περιλάμβανε ένα παραδεισένιο νησί, ένα κυνήγι θησαυρού με έπαθλο 1.000.000 δολάρια, διαμονή σε πολυτελείς βίλες δίπλα στη θάλασσα και ένα line-up που για καιρό περιλάμβανε το όνομα του Κάνιε Γουέστ. Μαζί με τις εικόνες από τα όμορφα κορίτσια να παίζουν ναζιάρικα στη χρυσή άμμο έκανε το φεστιβάλ να κηρυχτεί sold out και περίπου 6000 ανθρώπους έτοιμους να ζήσουν το όνειρο.

Το event που ξεκίνησε με ένα μπαράζ από ποστ στο instagram και τέλειωσε με ένα tweet

Το φεστιβάλ ήταν προγραμματισμένο για τα τέλη Απριλίου του 2017. Από την αρχή φάνηκε το φιάσκο της διοργάνωσης. Τα πρώτα μαύρα σύννεφα δημιουργήθηκαν όταν οι Blink 182 αποκάλυψαν μέσω μιας αιχμηρής ανακοίνωσης ότι ακυρώνουν την εμφάνισή τους καθώς δήλωσαν πως οι συνθήκες εκεί δεν θα τους επέτρεπαν να αποδώσουν σωστά.

Ο Ja Rule και το φεστιβάλ υπόσχονταν μια γιορτή αγνής, αναλλοίωτης πολυτέλειας, μεταφορά σε προσαρμοσμένες VIP πτήσεις προς τα νησιά Exumas και διαμονή σε σύγχρονες σκηνές και δεκάδες άλλες δραστηριότητες. Υπήρχαν ολοκληρωμένα πακέτα για το φεστιβάλ που κόστιζαν έως και 250.000 δολάρια.

Όταν κατέφθασαν στο νησί οι πρώτοι VIP σήκωσαν τα κινητά τους για να καταγράψουν την εμπειρία. Αυτό που κατέγραψαν οι εξαγριωμένοι θεατές ήταν κάτι που όπως είπαν έμοιαζε «με προσφυγικό καταυλισμό»: Σωροί σκουπιδιών, μισοστημένες σκηνές, απαίσια fast food γεύματα, βρώμικες και ελάχιστες τουαλέτες, ποντίκια. Κάποιοι δεν είχαν καν πού να μείνουν καθώς οι σκηνές τους δεν ήταν έτοιμες ή ήταν γεμάτες λάσπη και διανυκτέρευσαν έξω σε σλίπινγκ μπαγκς. Όσοι προσπάθησαν να φύγουν βρέθηκαν μπροστά σε δεύτερο χάος καθώς δεν υπήρχαν πτήσεις. Βαλίτσες χάθηκαν και μερικοί αναφέρουν πως δεν έβρισκαν καν νερό να κάνουν μπάνιο.

Πολύ σύντομα, ο κόσμος κατάλαβε ότι Fyre Festival πάπαλα. Οι καλλιτέχνες, κάποιοι από τους οποίους δεν είχαν πληρωθεί σύμφωνα με το συμβόλαιό τους, αποσύρθηκαν κακήν κακώς από το lineup.

Το πλήγμα ωστόσο ήταν τεράστιο και την τοπική κοινωνία καθώς είχαν κάνει αποικιακού τύπου συμφωνίες με το εργατικό δυναμικό και τις επιχειρήσεις του νησιού που δεν εκπλήρωσαν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας ιδιοκτήτριας ενός τοπικού εστιατορίου η οποία έχασε 50.000 δολάρια από τις οικονομίες της λόγω των υποσχέσεων της διοργάνωσης.

Η αποδοχή της απάτης και η ποινή φυλάκισης

Ένα χρόνια περίπου ενός εκ των μεγαλύτερων φιάσκο στην ιστορία των μουσικών φεστιβάλ ο Μπίλι ΜακΦάρλαντ άκουσε την ομοσπονδιακή δικαστή του Μανχάταν, Ναόμι Ρις Μπούχβακντ να τον αποκαλεί «απατεώνα κατά συρροή» πριν ανακοινώσει την ποινή του για 6 χρόνια φυλάκισης.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής ο 26χρονος, παραδέχθηκε πως εξαπάτησε επενδυτές 26 εκατ. δολαρίων για το Fyre Festival το 2017 και πάνω από 100.000 δολ. με σκευωρία για πώληση πλαστών εισιτηρίων.

Οι δικαστές ήταν καταπέλτες όσον αφορά τις προθέσεις του Ελληνοαμερικάνου: «Ο κ. Μακφάρλαντ είναι απατεώνας και όχι απλά ένας νέος με κακή καθοδήγηση. Κακή πρόθεση υπήρχε για καιρό».

Χρησιμοποίησε ψευδή στοιχεία γι’ αυτήν την εταιρεία ως μέρος προσπάθειας «πώλησης» προς 80 επενδυτές, ώστε να τοποθετήσουν 24 εκατ. δολάρια στο Fyre Festival, συμπλήρωσε. Μία ξεχωριστή επένδυση 2 εκατ. δολ. προήλθε από άλλη οντότητα.

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, ο Μακφάρλαντ, προώθησε 13 εκατ. σε προσωπικούς του λογαριασμούς για να χρηματοδοτήσει «εξαιρετικά πολυτελή τρόπο ζωής».

Μεταξύ άλλων μετακόμισε από ένα διαμέρισμα με ενοίκιο 8.000 δολ. τον μήνα στο Μανχάταν σε ένα ρετιρέ με ενοίκιο 21.000 δολ. τον μήνα. Η εισαγγελέας, είπε ακόμη, πως ο ίδιος οδηγούσε πολυτελή οχήματα, έκανε συχνά ταξίδια και πετούσε με ιδιωτικά αεροπλάνα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και μετά την ματαίωση του Fyre Festival και μέχρι να δεχτεί την αγωγή των 100 εκατ. δολαρίων προετοίμαζε τη νέα μεγάλη του παροχή πολυτελών υπηρεσιών σε εκείνους που μπορούσαν να τις πληρώσουν.



Πηγή