Το φτωχό αγόρι που έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο


Σε μια εποχή -ακόμη και βίαιης- διαμάχης ανάμεσα στις ιδέες της δημοκρατίας και του μεγάλου ατομικού πλούτου, έζησε ένας άνθρωπος που με το προσωπικό του παράδειγμα έδειξε έναν δρόμο διαφορετικό.

Θεωρούσε τον εαυτό του ήρωα για τους εργαζόμενους ανθρώπους, συνέτριψε όμως τα σωματεία, παρά την αντίθετη ρητορική του. Ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους επιχειρηματίες της εποχής του, γενναιόδωρος φιλάνθρωπος και ευεργέτης, μείωσε ωστόσο σημαντικά τους μισθούς των εργαζομένων του. Ένας από τους ηγέτες της βιομηχανίας του 19ου αιώνα στην Αμερική, ο Άντριου Κάρνετζι συνέφερε στη δημιουργία της ισχυρής αμερικανικής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, μιας διαδικασίας που μετέτρεψε ένα φτωχό αγόρι στον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο.

Έγραψε εκατοντάδες ομιλίες και άρθρα, καθώς και επτά βιβλία, ενώ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν το 1889 στο North American Review, τα οποία αποτελούν σήμερα το «Ευαγγέλιο του Πλούτου». Ένα βιβλίο όπου ο Κάρνετζι διατυπώνει τις απόψεις του για τον πλούτο, από το οποίο πιστεύεται πως έχουν εμπνευστεί ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ. Για τον Κάρνετζι, οι πλούσιοι θα πρέπει να είναι οι διαχειριστές της περιουσίας τους, να μην την επιδεικνύουν, να προσφέρουν επαρκώς και όχι υπερβολικά στην οικογένειά τους και να χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για την προώθηση του «γενικού καλού». Μια από τις φράσεις που αγαπούσε, άλλωστε, να λέει ήταν πως «ο άνθρωπος που πεθαίνει πλούσιος, πεθαίνει ατιμασμένος».

Ο Shiller Robert J., καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, σημείωνε το 2006 σε άρθρο του πως το κλασικό αυτό βιβλίο δικαιολογεί τη συγκέντρωση του πλούτου που φέρνει ο καπιταλισμός, λέγοντας ότι ευνοεί τη φιλανθρωπία στον χώρο των τεχνών και των επιστημών. Με άλλα λόγια, ο Κάρνετζι πίστευε ότι ένας μεγάλος ατομικός πλούτος οδηγεί στην επέκταση του πολιτισμού. Το «Ευαγγέλιο του Πλούτου» βασίζεται στην ιδέα ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός επιφέρει την «επιβίωση των καταλληλότερων», με τους καταλληλότερους να είναι εκείνοι που έχουν «το μεγαλύτερο ταλέντο στην οργάνωση».

Πίστευε ότι αυτοί που διαπρέπουν στις επιχειρήσεις και συγκεντρώνουν τεράστιες περιουσίες είναι σε καλύτερη θέση να κρίνουν το πώς λειτουργεί στην πραγματικότητα ο κόσμος και συνεπώς είναι και σε καλύτερη θέση να κρίνουν το πού θα κατευθυνθούν οι πόροι. Οι πετυχημένοι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Κάρνετζι, πρέπει να αποσύρονται αρκετά νωρίς από τις επιχειρήσεις τους για να αφιερώσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στη δαπάνη της περιουσίας τους σε φιλανθρωπικές πράξεις.

Το φτωχό αγόρι που έγινε μεγιστάνας

Το σπίτι των παιδικών χρόνων του Άντριου Κάρνετζι

Γεννήθηκε στο Ντανφέρμλιν της Σκοτίας, το 1835, μια εποχή οικονομικά δύσκολη για την πόλη του. Ο πατέρας του ασχολείτο με την υφαντική, κάτι που αναμενόταν να ακολουθήσει ως επάγγελμα και ο νεαρός Κάρνετζι. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, η βιομηχανική επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσει να χάνεται το επάγγελμα του υφαντή, μια τέχνη για την οποία ήταν γνωστή η περιοχή. Η μητέρα της οικογένεια χρειάστηκε να εργαστεί προκειμένου να συντηρήσει την οικογένεια, ανοίγοντας ένα μικρό παντοπωλείο και επιδιορθώνοντας παπούτσια.

Οι υφαντές του Ντανφέρμλιν που πάλευαν στην κυριολεξία να ταΐσουν τις οικογένειές τους, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς το δημοφιλές την εποχή εκείνη στην εργατική τάξη κίνημα των Χαρτιστών. Οι Χαρτιστές πίστευαν ότι επιτρέποντας στις μάζες να ψηφίζουν και να βάζουν υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο, θα μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους τα ηνία της κυβέρνησης και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης για τον εργαζόμενο άνθρωπο. Ο πατέρας του Κάρνετζι και ο θείος του Τομ Μόρισον ηγήθηκαν του κινήματος των Χαρτιστών στο Ντανφέρμλιν. Παρά τον ενθουσιασμό, όμως, των Χαρτιστών του Ντανφέρμλιν, το κίνημα εξαφανίστηκε το 1848, όταν το κοινοβούλιο απέρριψε τα αιτήματά του για μια τελευταία φορά.

«Άρχισα να μαθαίνω τι σήμαινε η φτώχεια», θα έγραφε αργότερα ο Άντριου. «Αποτυπώθηκε μέσα μου τότε το γεγονός ότι ο πατέρας μου έπρεπε να παρακαλέσει για δουλειά. Και τότε πήρα την απόφαση ότι θα το θεράπευα αυτό όταν θα γινόμουν άντρας».

Φοβούμενη για την επιβίωση της οικογένειάς της, η μητέρα του Μάργκαρετ πίεσε την κατάσταση προκειμένου να εγκαταλείψουν τη φτώχεια της Σκοτίας για τις ευκαιρίες της Αμερικής, για τις οποίες είχε ακούσει τόσα πολλά. «Αυτή η χώρα είναι πολύ καλύτερη για τον εργαζόμενο άνθρωπο σε σχέση με την παλιά», διαβεβαίωνε η αδερφή της Μάργκαρετ, που ζούσε τότε ήδη στην Αμερική.

Οι Κάρνετζι έβγαλαν σε δημοπρασία όλα τους τα υπάρχοντα για να διαπιστώσουν ότι και πάλι δεν είχαν αρκετά χρήματα για το ταξίδι ολόκληρης της οικογένειας. Κατάφεραν να δανειστούν ένα ποσό και να βρουν θέσεις σε ένα μικρό πλοίο. Έπειτα από ένα δύσκολο ταξίδι, η Νέα Υόρκη εμφανίστηκε επιτέλους μπροστά τους. Η οικογένεια αποβιβάστηκε, αποσυντονισμένη από τον θόρυβο της πόλης, αλλά αγχωμένη να συνεχίσει το ταξίδι της για τον τελικό της προορισμό, το Πίτσμπουργκ.

Όταν οι Κάρνετζι έφταναν το 1848, το Πίτσμπουργκ αποτελούσε ήδη μια θορυβώδη βιομηχανική πόλη, που είχε αρχίσει ωστόσο να πληρώνει το περιβαλλοντικό κόστος για την επιτυχία της. «Κάθε ακριβής περιγραφή του Πίτσμπουργκ την εποχή εκείνη θα περιλάμβανε ένα κομμάτι υπερβολής. Ο καπνός διαπερνούσε και διείσδυε στα πάντα… Αν έπλενες τα χέρια και το πρόσωπό σου θα ήταν εξίσου βρώμικα σε μία ώρα. Ο καπνός συγκεντρωνόταν στα μαλλιά και στο δέρμα. Και για μια περίοδο, η ζωή ήταν λιγότερο ή περισσότερο μίζερη», έγραφε ο Κάρνετζι, βάζοντας στην άκρη τον συνήθως αισιόδοξο τόνο του. Μέχρι και την αλλαγή του αιώνα, το Πίτσμπουργκ αναγνωριζόταν ως το κέντρο του νέου βιομηχανικού κόσμου, δίνοντας ώθηση στην αμερικανική οικονομία. Και για τους ανθρώπους που ηγούνταν των βιομηχανιών του, αυτές δεν σήμαιναν μόνο βρώμικο αέρα και νερό, αλλά πρόοδο.

Ο πατέρας Κάρνετζι βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο βαμβακιού. Ο Άντριου έπιασε δουλειά στο ίδιο κτίριο για 1,20 δολάρια την εβδομάδα και αργότερα εργάστηκε ως το αγόρι για τα μηνύματα στο τηλεγραφείο της πόλης. Σε κάθε δουλειά έδινε το καλύτερο του εαυτού του και άρπαζε κάθε ευκαιρία για να αναλαμβάνει νέες αρμοδιότητες. Έμαθε απ’ έξω όλους τους δρόμους του Πίτσμπουργκ και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των σημαντικών ανθρώπων στους οποίους παρέδιδε τα μηνύματά του.

Συχνά χρειαζόταν να μεταφέρει μηνύματα στο θέατρο. Φρόντιζε λοιπόν να τα πηγαίνει το βράδυ για να μένει μετά και να βλέπει Σαίξπηρ και άλλα σπουδαία έργα. Ήταν η αρχή μιας ζωής στο κυνήγι της γνώσης. Ο Κάρνετζι εκμεταλλεύτηκε επίσης την ευκαιρία που του έδινε μια μικρή βιβλιοθήκη που είχε φτιάξει ένας τοπικός ευεργέτης για τα αγόρια που εργάζονταν.

Ένας από τους ανθρώπους που γνώρισε ενώ δούλευε στο τηλεγραφείο ήταν ο Τόμας Α. Σκοτ, που ξεκινούσε τότε την εντυπωσιακή καριέρα του στους Σιδηρόδρομους της Πενσιλβάνια. Ο Σκοτ είχε εντυπωσιαστεί από το αγόρι και αναφερόταν σε εκείνο ως «το αγόρι μου ο Άντι», προσλαμβάνοντάς τον το 1953 ως προσωπικό του γραμματέα για 35 δολάρια τον μήνα. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσα ποτέ να βγάζω τόσα λεφτά», θα έλεγε ο Κάρνετζι πολλά χρόνια αργότερα.

Διψώντας για νέες ευθύνες και αρμοδιότητες, ο Κάρνετζι ανήλθε στους Σιδηρόδρομους. Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου, ο Σκοτ προσελήφθη ως υπεύθυνος για τις στρατιωτικές μεταφορές για τον Βορρά και ο Κάρνετζι ήταν το δεξί του χέρι.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος έδωσε ώθηση στη βιομηχανία σιδήρου και μέχρι το τέλος του ο Κάρνετζι είδε τις ευκαιρίες που πρόσφερε ο κλάδος και παραιτήθηκε από τους Σιδηρόδρομους. Ήταν μια από τις πολλές τολμηρές κινήσεις που χαρακτήριζαν τη ζωή του Κάρνετζι στη βιομηχανία και οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία της περιουσίας του. Το 1865 ίδρυσε την Keystone Bridge Company και εστίασε στην αντικατάσταση των ξύλινων γεφυρών με σιδερένιες. Μέσα σε τρία χρόνια, το ετήσιο εισόδημά του ανερχόταν σε 50.000 δολάρια.

Το 1868, η περιουσία του 33χρονου τότε Κάρνετζι ανερχόταν σε 400.000 δολάρια, ποσό που μεταφράζεται σήμερα σε σχεδόν 5.000.000 δολάρια. Ο πλούτος όμως τον προβλημάτιζε, όπως και τα φαντάσματα του παρελθόντος του. Η ζωή του επιχειρηματία δεν του άρεσε και υποσχόταν ότι θα σταματούσε να εργάζεται σε δύο χρόνια και θα ακολουθούσε μια ζωή καλών πράξεων.

Για τα επόμενα 30 χρόνια πάντως θα συνέχιζε να βγάζει τρελά ποσά, υιοθετώντας νέες μεθόδους στη βιομηχανία του σιδήρου και του χάλυβα, ρίχνοντας ποσά στην ανάπτυξης της βιομηχανίας, ενώ έχτισε και ένα νέο εργοστάσιο κοντά στο Πίτσμπυργκ το 1875. Μεγάλη του έγνοια ήταν να κρατά χαμηλό το κόσμος, έχοντας ως μότο το «πρόσεχε τα κόστη και τα κέρδη θα προσέξουν τους εαυτούς τους».

«Πιστεύω ότι η ευφυΐα του Κάρνετζι ήταν να κυρίως να μπορεί να προβλέπει πώς τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν», γράφει ο ιστορικός Τζον Ίνγκραμ, σύμφωνα με το αμερικανικό δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο PBS (Public Broadcasting System). «Μόλις έβλεπε ότι κάτι ήταν πιθανόν ευεργετικό για εκείνον, ήταν διατεθειμένος να επενδύσει μεγάλα ποσά σε αυτό».

Το 1880, σε ηλικία 45 ετών, άρχισε να φλερτάρει τη Λουίς Ουίτφιλντ, 23 ετών. Η μητέρα του ήταν το βασικό εμπόδιο στη σχέση. Σχεδόν 70 ετών πλέον, η Μάργκαρετ είχε συνηθίσει εδώ και καιρό στην αποκλειστική προσοχή του γιου της. Το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε το 1883, αλλά το κράτησε κρυφό εξαιτίας της μητέρας. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η Μάργκαρετ Κάρνετζι πέθανε, αλλά ακόμη και τότε ο Άντριου ήταν διστακτικός από σεβασμό στη μητέρα του. Τελικά ο γάμος έγινε στις 22 Απριλίου του 1887. Μια μικρή, ήσυχη, ιδιωτική τελετή, με μόλις 30 καλεσμένους.

Ο Κάρνετζι διέφερε σε σχέση με τους άλλους βιομηχάνους της εποχής του, διότι μιλούσε για τα δικαιώματα των εργαζόμενων να οργανωθούν σε σωματεία και να προστατεύσουν τις εργασίες τους. Βέβαια, οι πράξεις του δεν συμβάδιζαν πάντα με τη ρητορική του. Οι εργαζόμενοί του συχνά χρειαζόταν να δουλεύουν πολλές παραπάνω ώρες και με χαμηλούς μισθούς. Σε μια απεργία του 1892, ο Κάρνετζι υποστήριξε τον επικεφαλής του εργοστασίου που κλείδωσε απ’ έξω τους εργάτες και προσέλαβε εγκληματίες για να εκφοβίσουν τους απεργούς. Πολλοί σκοτώθηκαν στη διαμάχη και ήταν μια ιστορία που θα έπληττε για πάντα τη φήμη του και θα τον στοίχειωνε.

Στη δουλειά του όμως συνέχισε ασταμάτητος και μέχρι το 1900 η Carnegie Steel παρήγαγε περισσότερα ατσάλι από όσο ολόκληρη η Βρετανία. Ήταν την ίδια εκείνη χρονιά που ο «Μωυσής του χρήματος» Τζ. Π. Μόργκαν θα βρισκόταν στον δρόμο του. Το 1901, ο Κάρνετζι έγραψε την τιμή για την επιχείρησή του σε ένα κομμάτι χαρτί και το έστειλε την προσφορά με έναν από τους εργαζόμενούς του στον Μόργκαν. Ο τελευταίος την αποδέχτηκε χωρίς δισταγμό, αγοράζοντας την επιχείρηση για 480 εκατομμύρια δολάρια. Ο Κάρνετζι κέρδισε προσωπικά 250 εκατομμύρια δολάρια. «Συγχαρητήρια κ. Κάρνετζι», του είπε ο Μόργκαν μόλις ολοκλήρωσαν τη συμφωνία, «είστε πλέον ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο».

Πλούτος και φιλανθρωπία

Η φράση που του άρεσε να λέει ήταν «ο άνθρωπος που πεθαίνει πλούσιος, πεθαίνει ατιμασμένος». Έτσι ο Κάρνετζι αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στο να μοιράσει την περιουσία του. Σιχαινόταν την ελεημοσύνη και επέλεξε να δώσει τα λεφτά του προκειμένου να βοηθήσει άλλους να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχε συγκεντρώσει δόθηκε για την κατασκευή περισσότερων από 2.500 χιλιάδων δημόσιων βιβλιοθηκών, καθώς και για τη στήριξη μορφωτικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Ήταν επίσης από τους πρώτους που απηύθυνε έκκληση για μια «λεγεώνα των εθνών» και ένα «παλάτι της ειρήνης». Οι ελπίδες του για έναν κόσμο ειρήνης θα καταστρέφονταν με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Όπως έλεγε η Λουίς, με την οποία απέκτησε μια κόρη, με αυτές τις εχθροπραξίες, η καρδιά του συζύγου της «έσπασε».

Ο Κάρνετζι έζησε πέντε ακόμη χρόνια, η τελευταία καταγραφή στην αυτοβιογραφία του όμως ήταν όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Μέχρι τον θάνατό του το 1919, είχε δωρίσει 350 εκατομμύρια δολάρια, ένα ποσό που υπολογίζεται στο 90% περίπου της περιουσίας του. Μέσω των ευεργεσιών και της επιδίωξης της ειρήνης, ήλπιζε ότι ίσως με το να δωρίσει την περιουσία του σε καλούς σκοπούς θα αμβλύνονταν οι άσχημες λεπτομέρειες της συγκέντρωσής της και, στη μνήμη του κόσμου, θα είχε ενεργήσει σωστά. Σήμερα, πάντως, τον θυμούνται κυρίως για τη γενναιοδωρία του στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού.

 

newsbeast.gr



Πηγή