Το μεγαλύτερο κούρεμα δανείων ελβετικού φράγκου στα χρονικά της ευρωζώνης!


Το μεγαλύτερο κούρεμα δανείων ελβετικού φράγκου σε χώρα της ευρωζώνης συζητείται σήμερα στη Βουλή της Σλοβενίας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις των τραπεζών, ενώ ήδη έχει γνωμοδοτήσει αρνητικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το σχετικό νομοσχέδιο. Στην Ελλάδα, οι ελπίδες των δανειοληπτών για κούρεμα των δυσβάστακτων υποχρεώσεων από δάνεια ελβετικού φράγκου έχουν εξανεμισθεί μετά τις δυσμενείς δικαστικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου και, πρόσφατα, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ενώ σε κυβερνητικό επίπεδο δεν έχει συζητηθεί καν μια νομοθετική πρωτοβουλία ελάφρυνσης των δανειοληπτών.

Το νομοσχέδιο για το δραστικό κούρεμα των δανείων ελβετικού φράγκου τίθεται σήμερα σε ψηφοφορία στη Βουλή της Σλοβενίας και έχει θυελλώδεις αντιδράσεις των τραπεζών, οι οποίες έχουν αιφνιδιασθεί από την αναπάντεχη τροπή των εξελίξεων τις προηγούμενες ημέρες. Εισηγητής του νομοσχεδίου είναι ο πρόεδρος της Άνω Βουλής, ενώ εναντίον του έχουν ταχθεί η κυβέρνηση, η κεντρική τράπεζα της χώρας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αναμενόταν ότι θα το απέρριπτε η επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων και θα κατέληγε… στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όμως, εντελώς αναπάντεχα, οι βουλευτές της επιτροπής το ενέκριναν και πλέον η τύχη του θα κριθεί από την Ολομέλεια της Βουλής.

Όπως γράφουν οι Financial Times, οι νομοθέτες στη Σλοβενία θα ψηφίσουν σήμερα για ένα νομοσχέδιο που θα υποχρεώσει τις τράπεζες να αποπληρώσουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε δανειολήπτες ελβετικού φράγκου, με τις τράπεζες να προειδοποιούν ότι η νομοθετική πρωτοβουλία θα υπονομεύσει τις δραστηριότητές τους στη χώρα. Η Σλοβενία ήταν μία από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπου οι καταναλωτές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να δανειστούν με χαμηλά επιτόκια πριν από περισσότερο από μια δεκαετία σε νομίσματα όπως το ελβετικό φράγκο, αλλά αντιμετώπισαν ένα μεγάλο πλήγμα όταν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες κινήθηκαν εναντίον τους κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Το νομοσχέδιο που συζητείται στη Σλοβενία, ύστερα από δύο προηγούμενες, αποτυχημένες προσπάθειες το 2018 και το 2019, κουρεύει την επιβάρυνση των δανειοληπτών αναδρομικά και μάλιστα από το 2004. Ορίζει ότι η μέγιστη ζημιά που μπορεί να υποστεί ένας δανειολήπτης από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη διάρκεια του δανείου του είναι 10%, ενώ οι υπόλοιπες ζημιές επιβαρύνουν τις τράπεζες, οι οποίες θα είναι υποχρεωμένες να αποζημιώσουν τους δανειολήπτες για ό,τι έχουν πλήρώσει πέραν του ανώτατου ορίου από το 2004 και μετά.

Αντίστοιχη ρύθμιση και μάλιστα ελαφρώς πιο ευνοϊκή για τους δανειολήπτες έχει εφαρμοσθεί στην Κροατία, όπου όλες οι ζημιές από τις συναλλαγματικές διαφορές επιβάρυναν τις τράπεζες. Όμως, η Κροατία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης, σε αντίθεση με τη Σλοβενία, που παρακολουθείται πολύ στενά από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και, ιδιαίτερα, την ΕΚΤ, καθώς μπορεί να δημιουργήσει ένα σημαντικό νομικό προηγούμενο για τις χώρες της ευρωζώνης.

Οι τράπεζες της Σλοβενίας έχουν ήδη προσφύγει στους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, προειδοποιώντας ότι η νομοθετική ρύθμιση που συζητείται θα έχει «αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια και τη μελλοντική δανειοδοτική ικανότητα του τραπεζικού τομέα στο σύνολό του». «Σας προτρέπουμε να ενεργήσετε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων σας … για να διασφαλιστεί ότι η σλοβενική οικονομία λειτουργεί υπό συνθήκες σύμφωνες με τις αρχές της ΕΕ», έγραψαν οι τράπεζες στην επιστολή. «Οι νομικά έγκυρες συμβατικές συμφωνίες δεν πρέπει να υπόκεινται σε νομοθετικές παρεμβάσεις», πρόσθεσαν.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εισηγητών του νομοσχεδίου, το κόστος για τις τράπεζες θα ανέλθει στα 300 εκατ. ευρώ για να αποζημιώσουν τους δανειολήπτες, ενώ οι τράπεζες υπολογίζουν ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερο και προαναγγέλλουν προσφυγή σε εθνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια για να ακυρώσουν τον νόμο. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με τον νόμο, προβλέπονται κυρώσεις που φθάνουν ως την αφαίρεση της τραπεζικής άδειας. Οι τραπεζικοί όμιλοι που εμπλέκονται στη χορήγηση δανείων ελβετικού φράγκου είναι όλοι διεθνείς: η OTP της Ουγγαρίας, οι αυστριακές Addiko και Erste Bank, η ρωσική Sberbank και η ιταλική UniCredit.

Με τις εμπορικές τράπεζες έχει συνταχθεί και η ΕΚΤ, τονίζοντας σε γνωμοδότησή της ότι υπάρχει κίνδυνος για «σημαντική πίεση στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων» και υπογραμμίζοντας ότι το νομοσχέδιο θα μπορούσε να προκαλέσει «επιδείνωση στο επενδυτικό κλίμα» και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, λόγω της αύξησης της νομικής αβεβαιότητας και του κινδύνου χώρας. Εάν ψηφισθεί το σλοβενικά νομοσχέδιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενδέχεται να αποφασίσει να το αμφισβητήσει στο δικαστήριο.

Οργάνωση καταναλωτών που υποστηρίζει το νομοσχέδιο ανέφερε ότι ήταν «αποτέλεσμα της επίμονης άρνησης των τραπεζών να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη για τις αθέμιτες επιχειρηματικές πρακτικές τους στο παρελθόν και της απροθυμίας τους να συμβιβαστούν με τους δανειολήπτες». «Η υιοθέτηση του νόμου μπορεί να έχει μόνο θετικές επιπτώσεις στην οικονομία», σύμφωνα με την καταναλωτική οργάνωση, που τονίζει ότι παρόμοιοι νόμοι, για παράδειγμα στη γειτονική Κροατία, έχουν μειώσει το χρέος των νοικοκυριών και αυξάνουν την κατανάλωση.

Γιατί δεν συζητείται νομοθετική παρέμβαση στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η προσπάθεια των καταναλωτών να ελαφρύνουν τα βάρη τους από τα δάνεια ελβετικού φράγκου δια της δικαστικής οδού έχει καταλήξει σε αδιέξοδο. Μετά την πρόσφατη έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «έμεινε όρθια» η αμφισβητούμενη ρήτρα για εξόφληση των δανείων με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία του φράγκου με το ευρώ, όπως ακριβώς έχει αποφανθεί και ο Άρειος Πάγος με απόφαση της Ολομέλειας.

Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, που ουσιαστικά έδωσε τέλος στους αγώνες πολλών ετών από δανειολήπτες στα ελληνικά δικαστήρια, οι δανειολήπτες είχαν εναποθέσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τις προσδοκίες τους για μια ανατροπή της νομολογίας στην Ελλάδα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας είχε ζητήσει, στο πλαίσιο της συζήτησης αγωγής δύο δανειοληπτών κατά της Τράπεζας Πειραιώς, την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Ευρωδικαστήριο.

Με την απόφαση αυτή, οι Ευρωπαίοι δικαστές κλήθηκαν να απαντήσουν στο μεγαλύτερο ερώτημα που αφορά τα δάνεια ελβετικού φράγκου: αν, δηλαδή, μπορεί να ελεγχθεί για καταχρηστικότητα η ρήτρα που επιβάλλει στους δανειολήπτες να εξοφλούν τα δάνεια με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Οι δανειολήπτες υποστήριζαν ότι η ρήτρα αυτή μπορεί να ελεγχθεί για καταχρηστικότητα από τα δικαστήρια, με βάση την κοινοτική οδηγία για την προστασία των καταναλωτών. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, συμπλέοντας απόλυτα με τον Άρειο Πάγο, έκρινε ότι τέτοιος έλεγχος δεν επιτρέπεται να γίνει, επειδή πρόκειται για μια ρήτρα που απηχεί εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, «η οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών σε ρήτρες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της επειδή απηχούν εθνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου».

Πέραν της δικαστικής οδού, μια ενδεχόμενη πολιτική διέξοδος, μέσα από μια νομοθετική ρύθμιση φαίνεται απίθανη για την Ελλάδα και ως τώρα δεν έχει συζητηθεί σοβαρά από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Το κυρίαρχο επιχείρημα εναντίον μιας τέτοιας ρύθμισης, πέραν όσον διατυπώνονται από τις τράπεζες και στη Σλοβενία, είναι ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προέρχεται από μια υπερδεκαετή κρίση και χρειάσθηκε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις για να αποτραπεί μια κατάρρευση, γι’ αυτό και θα ήταν άκρως επικίνδυνο να επιβαρυνθεί με ζημιές από δάνεια ελβετικού φράγκου, που σε ορισμένες περιπτώσεις τραπεζών ενδεχομένως να οδηγούσαν ακόμη και σε υποχρεωτικές αυξήσεις κεφαλαίου.



Πηγή