Το ορεινό χωριό της Νάξου που κλέβει τις εντυπώσεις
Σε απόσταση 30 χλμ. από τη Χώρα της Νάξου, συναντάται ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους ορεινούς οικισμούς στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού.
Η Κόρωνος, χτισμένη σε υψόμετρο 500-600 μέτρων στις πλαγιές μιας βαθιάς καταπράσινης λαγκαδιάς με πηγές που αναβλύζουν ακόμη και κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, είναι ένα από τα πιο διάσημα σμυριδοχώρια της Νάξου, καθώς προπολεμικά γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη λόγω της εξόρυξης της σμύριδας.
Αν και το χειμώνα οι κάτοικοι που μένουν στο χωριό είναι λιγοστοί, το καλοκαίρι η εικόνα του αλλάζει με αμέτρητους τουρίστες να επισκέπτονται την Κόρωνο για να βιώσουν την αυθεντική εμπειρία που προσφέρει στους επισκέπτες της.
Όσοι θα βρεθείτε εδώ, θα αφήσετε το αυτοκίνητό σας ψηλά στην είσοδο του χωριού και θα περιπλανηθείτε στις επτά γειτονιές του. Ανεγυρίδα, Κάστρο, Λειβαδάκι, Κάτω Γειτονιά, Απάνω Στέρνα, Προβολάκια και Πλάτσα συνθέτουν ένα ιδιαίτερο και άκρως γραφικό σκηνικό με λαβυρινθώδη καλντερίμια, πολλά σκαλοπατάκια και πεζούλες, παραδοσιακά σπίτια με χαρακτηριστικές ασπρισμένες αυλές και μικρές πλατεΐτσες με παλιές, πέτρινες βρύσες.
Στο κέντρο του χωριού συναντάται η «πλάτσα», όπως αποκαλούν την κεντρική πλατεία οι ντόπιοι, με καφενεία και ταβέρνες που προσφέρουν δροσιά και καλό φαγητό κάτω από τις κληματαριές και τα ολάνθιστα λουλούδια τους.
Από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα του χωριού η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που χρονολογείται τον 9ο-10ο αιώνα –ανακαινίστηκε το 1747– καθώς και το ηρώο (μνημείο πεσόντων) της Κορώνου, ένα έργο του γλύπτη Αρμακόλα.
Αναφορά στην Κόρωνο, μάλιστα, κάνει και το National Geographic στον ταξιδιωτικό οδηγό που έχει εκδώσει για τις Κυκλάδες αναφέροντας πως πρόκειται για «ένα από τα πιο εντυπωσιακά χωριά της ορεινής Νάξου, με τα πλακόστρωτα σοκάκια του, τις καμάρες και τα στεγαστά, τα ασπροβαμμένα σκαλοπάτια που ενώνουν τις πάνω με τις κάτω γειτονιές, τα νησιώτικα μικρά σπίτια με τις παμπάλαιες πόρτες τους βαμμένες σε έντονα χρώματα την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας τη μικρή πλατεία με “εξώστη”, τους παλιούς καφενέδες και τις ταβερνούλες».