Το «πραξικόπημα της πιτζάμας»: η τελευταία στρατιωτική ενέργεια στην Ελλάδα
Η περίοδος πριν την μαύρη επταετία της χούντας, με εκείνη που ακολούθησε της δικτατορίας έχει πολλά κοινά στοιχεία. Ένα από αυτά, το σημαντικότερο ίσως, μιας που δείχνει το κλίμα εκείνων των χρόνων, είναι ο φόβος που υπήρχε διάχυτος στη χώρα πως «επίκειται στρατιωτικό κίνημα».
Και για τις δυο αυτές περιόδους οι φόβοι αποδείχθηκαν πέρα για πέρα αληθινοί. Η μοναδική διαφορά είναι πως στη μεν πρώτη η χούντα επιβλήθηκε ενώ στη δεύτερη, οι συνωμότες ήταν αυτοί που τελικά πιάστηκαν στον ύπνο.
Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που το τελευταίο μέχρι και σήμερα «στρατιωτικό κίνημα» που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα έχει αποκτήσει τον υποτιμητικό τίτλο «το πραξικόπημα της πιτζάμας»!
Η νεογέννητη μεταπολίτευση
Από τον Φεβρουάριο του 1973 και τα γεγονότα της Νομικής, οι ψύχραιμοι πολιτικοί αναλυτές διέκριναν πως οι ημέρες της χούντας ήταν πλέον μετρημένες. Ο λαός είχε ξεπεράσει το φόβο του απέναντι στις στρατιωτικές και αστυνομικές ορδές των δικτατόρων. Η πεποίθηση αυτή επιβεβαιώθηκε με αιματηρό τρόπο και στα εξεγερσιακά γεγονότα το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς στο Πολυτεχνείο.
Η αντίστροφη μέτρηση για το καθεστώς είχε αρχίσει. Η πτώση του Παπαδόπουλου, η «αντικατάστασή» του από τον σκληρό Ιωαννίδη και η προδοσία της Κύπρου, φέρνουν το τέλος της μαύρης επταετίας το καλοκαίρι του 1974.
Οι στρατιωτικοί παραδίδουν την εξουσία στους πολιτικούς και η Ελλάδα προσπαθεί να μπει σε μια περίοδο ομαλότητας. Τα πράγματα, ωστόσο, μόνο εύκολα δεν ήταν δεδομένου πως πολλοί χουντικοί (τα λεγόμενα και «σταγονίδια») είχαν παραμείνει εντός κρατικού μηχανισμού, με ορισμένους, μάλιστα, από αυτούς σε θέσεις κλειδιά.
Η «αποχουντοποίηση» προχωρούσε με αργούς ρυθμούς. Ο λαός απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία όλων ακόμα και όσων ήταν απλά συμπαθούντες της δικτατορίας. Όσο δεν γινόταν αυτό ο φόβος για την εκδήλωση ενός νέου πραξικοπήματος μεγάλωνε.
Η δημοκρατία, άλλωστε, έκανε ακόμα τα πρώτα της βήματα και οι πληγές ήταν ακόμα ανοιχτές.
Η κρίσιμη διετία 1974-1975
Από τον Ιούλιο του 1974, οπότε και ήρθε η πτώση της χούντας, μέχρι και τους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς, η χώρα ζούσε σε μια περίοδο όπου ο πολιτικός χρόνος ήταν εξαιρετικά συμπυκνωμένος. Το Πολιτειακό είχε λυθεί υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και η χώρα μας είχε αποκτήσει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και όλα έδειχναν πως το σκοτεινό παρελθόν, εύκολα ή δύσκολα θα έμπαινε οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Μια κρίσιμη ημερομηνία είναι αυτή της 17ης Ιανουαρίου 1975 όταν Βουλή ενέκρινε το περίφημο Δ’ Ψήφισμα, με το οποίο οριστικοποιούσε αυτό που ήταν λαϊκή απαίτηση: Ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», χαρακτήριζε ως πραξικόπημα την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 (όχι ως επανάσταση που δημιουργεί δίκαιο) κι έτσι άνοιγε τον δρόμο και για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας.
Αμέσως μετά την έκδοση του ψηφίσματος, προφυλακίστηκαν τα ηγετικά στελέχη της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος.
Αυτό, ωστόσο, φαίνεται πως ενεργοποίησε «τα σταγονίδια» που επιχείρησαν να παίξουν το… τελευταίο τους χαρτί.
Το «κίνημα της 24ης Φεβρουαρίου»
Μια χούφτα Ιωαννιδικοί αξιωματικοί (εν ενεργεία ή και όχι) του στρατού, μετά την προφυλάκιση του σκληρού δικτάτορα αποφάσισαν να αντιδράσουν. Ανέλαβαν δράση προκειμένου να κάνουν το μόνο πράγμα που μπορούσαν: την προπαρασκευή πραξικοπήματος.
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης. Σύμφωνα με δημοσιογραφικά ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, αμέσως ξεκίνησε η μύηση πρόθυμων αξιωματικών που υπηρετούσαν σε μονάδες της Αττικής και άλλων περιοχών της χώρας.
Οι συναντήσεις των συνωμοτών πραγματοποιούνταν σε διαμερίσματα της Αθήνας, ενώ η τελευταία, έγινε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, στη Λάρισα, επειδή ένας μεγάλος αριθμός μυημένων αξιωματικών υπηρετούσε στο εκεί στρατηγείο της Στρατιάς.
Οι συμμετέχοντες σχεδίαζαν την κατάληψη στρατιωτικών μονάδων στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, με στόχο τη διαπραγμάτευση, από θέση ισχύος, γενικής αμνηστίας για τους προφυλακισμένους πρωταίτιους της χουντας. Ειδικότερα για την περιοχή της Αθήνας, το σχέδιο προέβλεπε την περικύκλωση της Βουλής από τεθωρακισμένα, την κατάληψη των κτιρίων της ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ και τη μετάδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό και ενδεχομένως, αν οι περιστάσεις το επέβαλλαν, τη σύλληψη σημαινόντων προσώπων της δημόσιας ζωής.
Το «πραξικόπημα της πιτζάμας» που τελείωσε πριν καν αρχίσει
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ωστόσο, ο φόβος για την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος υπήρχε. Και δεν υπήρχε μόνο στο λαό αλλά και στην πολιτική ηγεσία του τόπου. Και αυτή τη φορά κανείς δεν ήθελε να πιαστεί στον ύπνο όπως είχε συμβεί πριν από περίπου οκτώ χρόνια.
Ο υπουργός Άμυνας, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, είχε σε κρίσιμες θέσεις εντός τους στρατεύματος δικούς του ανθρώπους που το ενημέρωναν για όλα. Αντίστοιχο ρόλο είχαν και πράκτορες της ΚΥΠ που είχαν ως βασική αποστολή τους να ελέγχουν τις κινήσεις φιλοχουντικών.
Το μεσημέρι της 23ης Φεβρουαρίου του 1975, οι συνωμότες συγκεντρώνονται στη Λάρισα για να πραγματοποιήσουν την τελευταία τους σύσκεψη πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Ανάμεσά τους, ωστόσο, υπάρχει και ένας πράκτορας της ΚΥΠ, ο οποίος αμέσως μετά το τέλος της σύσκεψης ειδοποίησε τους ανωτέρους του πως οι συνωμότες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σχεδίου τους και αυτοί με τη σειρά τους μετέφεραν την πληροφορία στα κυβερνητικά στελέχη.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κατά το τελικό στάδιο των αποκαλύψεων, την κυβέρνηση ενημέρωσε ο τότε διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας της ΚΥΠ, ταγματάρχης Ιωάννης Αλεξάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο της παρακολούθησης των κινήσεων φιλοχουντικών στοιχείων στο στράτευμα.
Κατά μια άλλη εκδοχή, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία» του Γιάννη Ράγκου (Εκδόσεις POLARIS),το δίκτυο πληροφοριών του στρατού κινητοποιήθηκε όταν ο βασανιστής του ΕΑΤ/ΕΣΑ Χατζηζήσης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί και ανακρινόταν για τη δράση του στην περίοδο της δικτατορίας, είπε στον ανακριτή του πως «εκεί που κάθεσαι εσύ, σε λίγες μέρες θα κάθομαι εγώ». Η ευθεία αυτή απειλή δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ότι τελικά και να συνέβη, το μόνο σίγουρο είναι πως το μεσημέρι της Δευτέρας 24 Φεβρουαρίου, όλα είχαν τελειώσει. Στο κτίριο του Υπουργείου Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ξαφνικά, στην αίθουσα της σύσκεψης μπαίνει απροειδοποίητα ο Αβέρωφ, ο οποίος φανερά ταραγμένος ζητά συγγνώμη από τους παραβρισκόμενους και σκύβει στο αυτί του πρωθυπουργού, για να του ψιθυρίσει κάτι εξαιρετικά σοβαρό.
Αμέσως ο Καραμανλής διαλύει τη σύσκεψη και συνοδευόμενος από τον Αβέρωφ αναχωρεί εσπευσμένα από το υπουργείο κατευθυνόμενος προς το Πεντάγωνο, όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και τον αναμένει ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Στη διαδρομή ο Αβέρωφ τον ενημερώνει πως έχει κηρύξει ήδη μερική επιφυλακή στο στράτευμα, αλλά κατά τη σύσκεψη που ακολουθεί αποφασίζεται, μεταξύ άλλων, να τεθεί σε κατάσταση γενικής επιφυλακής.
Την ίδια στιγμή, η Αθήνα κατακλύζεται από ένα όργιο φημών και αλληλοσυγκουόμενων σεναρίων: κάποιοι υποστηρίζουν πως κηρύχθηκε πόλεμος στο Αιγαίο, άλλοι πως έγινε δολοφονική επίθεση κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β’ στην Κύπρο και άλλοι πως εκδηλώθηκε κίνημα ιωαννιδικών αξιωματικών κατά της κυβέρνησης. Οι διαδόσεις κυκλοφορούν ταχύτατα στα καφενεία και τα δημοσιογραφικά γραφεία, ενώ κάποιες ομάδες φοιτητών συγκεντρώνονται στις πανεπιστημιακές σχολές ρίχνοντας το σύνθημα για «νέο Πολυτεχνείο». Το βράδυ της ίδια ημέρας, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εκδίδει αναλυτική ανακοίνωση με το τι ακριβώς είχε συμβεί και βάζει τέλος σε όλες τις φήμες.
Από την έρευνα που ακολούθησε προέκυψε πως αρχηγός της συνωμοσίας ήταν ο προφυλακισμένος τότε στον Κορυδαλλό τέως δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης με πρωτεργάτες τον υποστράτηγο Παύλο Παπαδάκη, τους ταξιάρχους Νικόλαο Ντερτιλή, Γεώργιο Λαμπούση, Ανδρέα Κονδύλη, τους αντισυνταγματάρχες Νικόλαο Ρετζέπη, Ιωάννη Στειακάκη, Δημήτριο Σκόνδρα και τους ταγματάρχες Αριστείδη Παλαΐνη, Αθανάσιο Γερακίνη, Αθανάσιο Περδίκη και Παρασκευά Μπόλαρη.
Συνολικά, διατάχθηκε η σύλληψη 37 αξιωματικών. Σε δίκη οδηγήθηκαν 21 από τους οποίους τελικά καταδικάστηκαν, από το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών στο Ρουφ, οι 14 σε ποινές φυλάκισης από 4 έως 12 χρόνια, ενώ οι υπόλοιποι επτά κηρύχθηκαν παμψηφεί αθώοι.