Το τραγικό τέλος του Κώστα Καρυωτάκη και το μυστήριο με την επιστολή του
«Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το, σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει, αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο». Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη που υπήρχε μέσα στη συλλογή «ιδανικοί αυτόχειρες» που εκδόθηκε το 1927.
Ένα χρόνο αργότερα ο σπουδαίος αυτός ποιητής έδωσε τέλος στη ζωή του.
Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν ένας θλιμμένος άνθρωπος. Φυσιολογικά, ήταν και ένας θλιμμένος ποιητής. Ο καλύτερος θλιμμένος ποιητής που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα και σίγουρα η σημαντικότερη λογοτεχνική «φωνή» που ανέδειξε η δεκαετία του 1920.
Δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος έστω και μια μικρή χαραμάδα χαράς και αισιοδοξίας στα ποιήματα που έγραψε. Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει τίποτα το αισθησιακό και το ηρωικό. Είναι αντιηρωική. Αποδομεί μέσω του αυτοσαρκασμού τα πάντα και αποθεώνει το άδοξο.
Αφαιρεί όλη αυτή η θλίψη έστω και ένα μικρό κομμάτι από το μεγαλείο του; Προφανέστατα και όχι. Καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως και ο Ρίτσος και ο Σεφέρης δήλωναν πως είχαν επηρεαστεί από το έργο του.
Ο Καρυωτάκης προσπάθησε να ζήσει. Δούλεψε. Ερωτεύτηκε βαθιά. Γέλασε. Τίποτα απ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν του έδωσε το κίνητρο που ζητούσε για να συνεχίσει να προσπαθεί.
Κι έτσι, αφού έγραψε για τον πόνο, την θλίψη, τη δυστυχία και τη μοναξιά, σε ηλικία μόλις 32 ετών και ενώ είχε τόσα πολλά να δώσει ακόμα στις τέχνες και τα γράμματα αυτού του τόπου, πήγε μόνος του, στο ραντεβού με τον θάνατο.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είδε το πρώτο φως της ημέρας στην Τρίπολη 30 Οκτωβρίου 1896. Ήταν ο δεύτερο παιδί της οικογένειας, ενώ ακολούθησε ένα ακόμα μετά από αυτόν.
Ο πατέρας του, Γιώργος Καρυωτάκης, ήταν νομομηχανικός και εξαιτίας της δουλειάς του η οικογένεια αναγκαζόταν συχνά να αλλάζει σπίτια και περιοχές. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα και τα Χανιά.
Ο μικρός Κώστας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, ήταν ξεκάθαρο πως ήταν διαφορετικός απ’ όλους τους υπόλοιπους νέους της ηλικίας του.
Σεμνός, μετρημένος, σοβαρός, θλιμμένος και σπάνια χαμογελαστός, έδειξε από νωρίς την τάση προς τα γράμματα.
Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Το 1917 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική. Προσπάθησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, δεν τα κατάφερε και έπιασε δουλειά στο δημόσιο. Άρχισε να εργάζεται στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.
Σιχαινόταν τη δουλειά του και τη γραφειοκρατία όσο τίποτα και ανέπτυξε κάποιου είδους συνδικαλισμό. Γι΄ αυτό το λόγο ερχόταν σε διαρκή κόντρα με τους προϊσταμένους του και εκείνοι τον τιμωρούσαν με μεταθέσεις. Σύρος, Άρτα, Αθήνα…
Μέσα σε όλα αυτά ο Καρυωτάκης αρχίζει να δημοσιεύει ποιητικές συλλογές. «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», η πρώτη του, δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921 και το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες». Από τη «Νηπενθή» και μετά ο Καρυωτάκης ήταν ένα υπολογίσιμο μέγεθος στην εγχώρια ποίηση.
«Όλα τα πράγματά μου, αναθυμούνται μιαν ώρα που περάσαμε μαζί»
Κάπου ανάμεσα στο μίσος του για τη δουλειά του και την διέξοδο της ποίησης, ο Καρυωτάκης ερωτεύεται. Ο πρώτος του μεγάλος έρωτας ήταν η Άννα Σκοδρύλη, την οποία γνώρισε ως έφηβος στα Χανιά. Η δεύτερη ήταν η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφός του στη Νομαρχία Αττικής.
Ο Καρυωτάκης αγάπησε βαθιά την Πολυδούρη αλλά ποτέ του δεν κατάφερε να ξεπεράσει την Σκοδρύλη.
Με την Πολυδούρη γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο 1921. Εκείνος γοητεύτηκε από τη στάση ζωής που είχε εκείνη. Εκείνη γοητεύτηκε την ποίησή του. Η μποέμικη ζωή που έκανε η Πολυδούρη, ωστόσο, ήταν φορτίο βαρύ για τον Καρυωτάκη. Η απελευθερωμένη κοπέλα του έκανε μέχρι και πρόταση γάμου αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Στην αρχή επικαλέστηκε την άσχημη εμφάνισή του και πώς δεν θα της ταίριαζε, όταν εκείνη επέμεινε, ωστόσο, εκείνος της είπε πως έπασχε από κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε αλλά εκείνος δεν έκανε ούτε βήμα πίσω και επέμεινε πως δεν μπορεί να γίνει μεταξύ τους κάτι περισσότερο.
Οι μελετητές του έργου του λένε πως στο ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι η απόδειξη ότι ο ποιητής όντως έπασχε από τη συγκεκριμένη ασθένεια.
Ο έρωτας αυτός έμεινε ανεκπλήρωτος. Η Πολυδούρη πληγωμένη και προδομένη, έφυγε για το Παρίσι όπου συνέχισε να κάνει αντισυμβατική ζωή. Κάπως έτσι ο Καρυωτάκης έμεινε μόνος του, συνεχίζοντας τη μοναχική του πορεία προς τον θάνατο.
«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους»
Το Φεβρουαρίου του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Στον τελευταίο του σταθμό. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και βούτηξε στη θάλασσα και επί δέκα ώρες προσπαθούσε να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί.
Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε στην παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα, έκατσε κάτω από έναν ευκάλυπτο, έστρεψε το όπλο πάνω και αυτοπυροβολήθηκε.
Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Σύγχρονοι μελετητές της ζωής και του έργου του Καρυωτάκη είναι πεπεισμένοι, πλέον, πως ο σπουδαίος ποιητής δεν αυτοκτόνησε από την κατάθλιψη.
Λένε πως ένα συγκεκριμένο απόσπασμα της τελευταίας του επιστολής μπορεί να φανερώνει την αλήθεια. «Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο». Κανείς δεν ξέρει περισσότερες λεπτομέρειες. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.
Λέγεται πως ο Καρυωτάκης συνδεόταν ερωτικά με μια πόρνη πριν πάρει μετάθεση για την Πρέβεζα. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, κάποιοι να βρήκαν την ευκαιρία να τιμωρήσουν τον «ενοχλητικό συνδικαλιστή» με μια υπόθεση μαστροπείας και να τελειώνουν οριστικά με αυτόν.
Το τι πραγματικά έγινε και ποια ήταν αυτή η «χυδαία πράξη» για την οποία τον κατηγορούσαν, θα μείνει για πάντα ένα μυστήριο.
Σε ότι αφορά την Πολυδούρη, στο Παρίσι κόλλησε φυματίωση. Μια νύχτα τη βρήκαν πεσμένη στο δρόμο. Επέστρεψε στην Αθήνα για να νοσηλευτεί στο «Σωτηρία». Εκεί έμαθε τα δυσάρεστα νέα για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.
Η είδηση αυτή την κατέβαλε ακόμα περισσότερο. Η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και κατέρρευσε ψυχολογικά. Στις 29 Απριλίου 1930, μη αντέχοντας άλλο ζήτησε από έναν φίλο της να την προμηθεύσει με μορφίνη και αυτοκτόνησε παίρνοντας υπερβολική δόση.