Τον Ιούνιο οι αυξήσεις σε κύριες και επικουρικές

Νέο τοπίο στις συντάξεις και στις εισφορές, κυρίως των μη μισθωτών, διαμορφώνει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπ. Εργασίας που κατατέθηκε στη Βουλή χθες. Μεταξύ των σημαντικών αλλαγών που περιλαμβάνει, βάσει και των πρόσφατων αποφάσεων του ΣτΕ, είναι οι αυξήσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης, με κόστος που για το α΄ έτος εφαρμογής δεν ξεπερνά τα 80 εκατ. ευρώ, αυξάνεται δε στα 220 εκατ. ευρώ το αμέσως επόμενο, καθώς και οι νέες –ελεύθερης επιλογής– ασφαλιστικές κατηγορίες για τις εισφορές 1,44 εκατ. μη μισθωτών.

Παράλληλα, προβλέπεται η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή, πλήρη απασχόληση, από τον Ιούνιο του 2020 κατά 0,90 της μονάδας, με πρόβλεψη για μείωση του μη μισθολογικού κόστους κατά 123 εκατ. ευρώ για το β΄ εξάμηνο του έτους.

Οι προωθούμενες παρεμβάσεις έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως από την ΑΔΕΔΥ, αλλά και από τους εργαζομένους στα ΜΜΜ, που απεργούν σήμερα (μαζί με το ΕΚΑ), προκαλώντας κυκλοφοριακό έμφραγμα στους δρόμους της Αθήνας.

Να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση του ν/σ στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, ο υπουργός Εργασίας αναμένεται να καταθέσει δύο εκθέσεις, την αναγκαία αναλογιστική μελέτη που σύμφωνα με τον κ. Βρούτση θα αποδεικνύει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και την έκθεση επάρκειας των συντάξεων, που δείχνει ότι το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων παραμένει ελαφρώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου και μετά τις παρεμβάσεις.

Στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, βέβαια, φωτογραφίζεται το κόστος αύξησης των κύριων συντάξεων μέσω της εφαρμογής των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, κατά τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής τους. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι για το τρέχον έτος το κόστος ανέρχεται σε μόλις 79 εκατ. ευρώ, περιορίζοντας έτσι τις προσδοκίες για σημαντικές αυξήσεις σε εκατοντάδες χιλιάδες κύριες συντάξεις. Το 2023 το κόστος εκτιμάται σε 222 εκατ., και προφανώς αυξάνεται με την πάροδο των ετών, όσο αυξάνονται και οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης. Η πλήρης εικόνα θα φανεί με τη δημοσιοποίηση και της αναλογιστικής μελέτης.

Βάσει των προβλέψεων, πάντως, τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων για παλιούς και νέους ασφαλισμένους και για τα έτη ασφάλισης από 30,1 και πάνω αυξάνονται. Στα 33 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης από 30,63% με τον νόμο Κατρούγκαλου θα φτάσει το 32,31%, ενώ στα 35 έτη θα διαμορφωθεί σε 37,31% από 33,81% σήμερα. Στα 40 έτη ασφάλισης, η αναπλήρωση της ανταποδοτικής σύνταξης θα διαμορφωθεί σε 50,01%.

Οι αυξήσεις, που αναμένεται να δοθούν τον Ιούνιο εφάπαξ, μαζί με τα αναδρομικά από την 1/10/2019 αφορούν όλους όσοι συνταξιοδοτήθηκαν από τις 13/5/2016 και μετά, έχοντας πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Οσοι παλαιοί συνταξιούχοι είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν από τον ν. Κατρούγκαλου και έχουν στην κύρια σύνταξή τους αρνητική προσωπική διαφορά ή πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά θα λάβουν αυξήσεις, οι οποίες όμως θα δοθούν σε 5 δόσεις (από φέτος έως το 2024). Και βέβαια, όλοι οι υπόλοιποι παλαιοί συνταξιούχοι, που έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης και προσωπική διαφορά, θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται και τις μελλοντικές αυξήσεις συντάξεων να έρχονται πιο κοντά. Αναδρομικά, από 1/10/2019 θα δοθούν και στους περίπου 250.000 συνταξιούχους του ΕΤΕΑΕΠ οι αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις. Στην πράξη, τα ποσά θα επανέλθουν στο ύψος που ήταν τον Ιούνιο του 2016.

Νέες εισφορές για 1,44 εκατ. μη μισθωτούς

Εως τις 12 Μαρτίου, οι 1,44 εκατ. ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες θα πρέπει να πληρώσουν τις εισφορές Ιανουαρίου, έχοντας επιλέξει μεταξύ των 6+1 κατηγοριών που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή. Η ελάχιστη εισφορά για τους ελεύθερους επαγγελματίες θεσμοθετείται στα 220 ευρώ και για τους αγρότες στα 121 ευρώ. Εντός των ημερών αναμένεται η ενεργοποίηση της ειδικής πλατφόρμας μέσω της οποίας οι ασφαλισμένοι θα επιλέξουν μεταξύ 220 και 576 ευρώ για κύρια ασφάλιση και υγεία. Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για τους νέους επαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους, με έως 5 χρόνια δραστηριότητα, με τις εισφορές να ορίζονται στα 136 ευρώ. 

Σημαντική θεωρείται και η διάταξη που μειώνει το πέναλτι στους συνταξιούχους που εργάζονται, καθώς ορίζει ότι θα χάνουν πλέον το 30% και όχι το 60% της σύνταξής τους για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται. Ειδικά όσοι αναλαμβάνουν θέσεις σε φορείς της γενικής κυβέρνησης θα χάνουν το 100% των συντάξεών τους μόνον αν είναι κάτω των 62 ετών, διαφορετικά, ισχύει και για αυτούς το 30%.

Προσοχή, ο νέος «κόφτης» του 30% θα καταλαμβάνει πλέον όλους όσοι εργάζονται είτε πριν είτε μετά τον νέο νόμο. Υπάρχει όμως μεταβατική περίοδος για τους παλαιούς (πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου), οι οποίοι θα πρέπει να ακολουθήσουν το νέο σύστημα, από την 1/3/2021 και μετά. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση ασφάλισης και κατά συνέπεια από την περικοπή της σύνταξής τους, συνταξιούχοι των ΙΚΑ, Δημοσίου, ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΕΤΑΠ – ΜΜΕ κ.λπ. που έχουν μια μικρή αγροτική δραστηριότητα και δηλώνουν ετήσιο εισόδημα από αυτή έως 10.000 ευρώ. Επίσης, εξαιρούνται οι πολύτεκνοι, των οποίων το ένα τουλάχιστον παιδί είναι ανήλικο ή σπουδάζει και έως 24 ετών, οι αγρότες που συνεχίζουν εργαζόμενοι ως αγρότες καθώς και οι ψυχικά ασθενείς.

Αλλαγές έρχονται και στο κόστος εξαγοράς των πλασματικών ετών ασφάλισης, δεδομένων και των σημαντικών αλλαγών στις εισφορές κύριας ασφάλισης των μη μισθωτών. Με πρόσθετη ρήτρα μάλιστα προβλέπεται πως αν ο ασφαλισμένος θεμελιώσει δικαίωμα πριν εξοφλήσει την εξαγορά, το οφειλόμενο θα παρακρατείται από τη σύνταξή του.

Δίνεται η δυνατότητα στη γρηγορότερη έκδοση της επικουρικής σύνταξης, κυρίως σε δημοσίους υπαλλήλους που θεμελιώνουν δικαίωμα και με εξαγορές πλασματικών ετών.

Οσον αφορά τον τρόπο ασφάλισης των δελτίων παροχής υπηρεσιών, ορίζεται πως μισθωτοί που αναλαμβάνουν παράλληλα ελεύθερο επάγγελμα απαλλάσσονται πλήρως από την πληρωμή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλουν ήδη στο σύστημα εισφορές κύριας ασφάλισης και υγείας που αντιστοιχούν στη 2η ασφαλιστική κατηγορία των μη μισθωτών, ήτοι 252 ευρώ.

Τέλος, εισάγεται μηχανισμός μόνιμης στήριξης, παράλληλα με την κατάργηση της λεγόμενης 13ης σύνταξης.

kathimerini.gr