Τρεις Έλληνες του εξωτερικού μιλούν για το πώς αντιμετωπίζει η Ευρώπη τον κορονοϊό
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει δημιουργήσει ο κορονοϊός και βιώνουν εκατομμύρια πολίτες σε πολλές χώρες της Γης, είναι πρωτόγνωρη για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι οι σύγχρονες γενιές δεν έχουν ζήσει σε μεγάλο βαθμό ούτε έναν μεγάλο πόλεμο – όπως για παράδειγμα ο Β’ Παγκόσμιος – αλλά ούτε και κάποια παγκόσμια επιδημία.
Η πιο κοντινή στο σήμερα χρονικά πανδημία με ραγδαίους ρυθμούς μετάδοσης σημειώθηκε το 1968, με περίπου 1.000.000 νεκρούς, και έπληξε κυρίως χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Στον κατάλογο μπορεί να προστεθεί ο ιός HIV (AIDS), που δεν έχει όμως κοινά χαρακτηριστικά, κυρίως ως προς τον τρόπο και τους ρυθμούς μετάδοσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μια κρίσιμη καμπή στην εξάπλωση του κορονοϊού, με τα προληπτικά μέτρα να αυστηροποιούνται και τον κόσμο να ζει υπό το καθεστώς της ανησυχίας. Ανάλογα μέτρα έχουν λάβει πολλά ευρωπαϊκά κράτη – με τις αντίστοιχες διαβαθμίσεις – με στόχο την ανάσχεση του ιού. Δυστυχώς η γειτονική Ιταλία έχει μέχρι στιγμής πληρώσει βαρύ τίμημα στην επιδημία, ξεπερνώντας την Κίνα στην τραγική λίστα των θυμάτων.
Το γεγονός είναι ότι η πανδημία έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στην καθημερινότητα των ανθρώπων και έχει αναδείξει έννοιες όπως ευθύνη και αλληλεγγύη σε πρωταρχικές, αναγκάζοντας τους πολίτες να συνειδητοποιήσουν ότι ζουν σε μία παγκόσμια κοινότητα, η οποία διασυνδέεται σε όλα τα επίπεδα.
Εμείς επικοινωνήσαμε με δύο Έλληνες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό για να μας δώσουν μία πιο σαφή εικόνα σχετικά με το τι συμβαίνει εκεί και αν τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις είναι παρόμοια με της Ελλάδας και ποιες είναι οι αντιδράσεις των πολιτών.
«Γνωρίζοντας τα συστήματα υγείας και των δύο χωρών, προτιμώ το ελληνικό»
Ο Δημήτρης ζει στην πρωτεύουσα της Ιρλανδίας, το Δουβλίνο, και μας μίλησε για την κατάσταση που επικρατεί εκεί.
«Σίγουρα έχει αλλάξει η καθημερινότητα όλων. Πλέον όλοι έχουν ακούσει για τον κορονοϊό και τα μέτρα που έχουν ληφθεί, οι εργασιακοί χώροι προσαρμόζονται ανάλογα, τα νοσοκομεία έχουν συγκεκριμένες προτεραιότητες και ο κόσμος αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο τι συμβαίνει».
Ο Δημήτρης θεωρεί ότι η ιρλανδική κυβέρνηση άργησε κάπως να κινητοποιηθεί:
«Η κυβέρνηση λαμβάνει τα μέτρα σταδιακά. Προσωπικά, θεωρώ ότι αντιδρά λίγο αργά, αν και δεν έχει κάνει κάτι λάθος. Για παράδειγμα, το πρώτο κρούσμα στην Ιρλανδία ανακοινώθηκε στις 29 Φεβρουαρίου και αμέσως υπήρξε διάχυτη η άποψη να ακυρωθούν οι εκδηλώσεις του εορτασμού του Αγίου Πατρικίου στις 17 Μαρτίου. Η ακύρωση των παρελάσεων ανακοινώθηκε μόλις στις 9 Μαρτίου. Ή, στην περίπτωση των εστιατορίων και των pubs, οι ιδιοκτήτες καλούσαν για μέρες την κυβέρνηση να πάρει την απόφαση για lockdown, άλλα αυτή λήφθηκε μόλις την προηγούμενη Κυριακή.
Χονδρικά να πούμε ότι τα μέτρα δεν διαφέρουν από αυτά των υπόλοιπων χωρών. Η καμπάνια ενημέρωσης του κόσμου συνεχίζεται εντατικά. Σε εργασιακούς χώρους, μέσα μεταφοράς, χώρους εστίασης έχουν αναρτηθεί τα κατάλληλα banners/posters, ενώ από τα ΜΜΕ και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης υπάρχει συνεχής ενημέρωση. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κάθε βαθμίδας έκλεισαν πριν μία εβδομάδα. Έχει απαγορευτεί η συνάθροιση άνω των 100 ατόμων σε κλειστούς χώρους και άνω των 500 σε ανοιχτούς. Αθλητικά γεγονότα, συναυλίες και συνέδρια αναβλήθηκαν, ενώ χώροι τουριστικού ενδιαφέροντος, μουσεία και ναοί έχουν κλείσει ή πρόκειται να κλείσουν σύντομα. Οι πτήσεις δεν έχουν ακυρωθεί, αλλά όποιος έρχεται στη χώρα μπαίνει σε καραντίνα για 14 ημέρες».
Όσο για το πώς έχει διαμορφωθεί η εργασιακή πραγματικότητα, μας είπε:
«Στους εργασιακούς χώρους έχει γίνει ξεκάθαρο ότι όποιος δύναται δουλεύει από το σπίτι, ότι πρέπει να τηρούνται οι αποστάσεις ασφαλείας και οι κανόνες υγιεινής και να ισχύουν ευέλικτα ωράρια. Σε περιπτώσεις βάρδιας, τα άτομα της βάρδιας θα πρέπει να παραμένουν τα ίδια. Επίσης, ζητείται ελαχιστοποίηση των face-to-face συναντήσεων και αντικατάσταση της επικοινωνίας με e-mail ή τηλέφωνο. Όλα τα παραπάνω με ορίζοντα το τέλος Μαρτίου, αλλά είναι κοινή η αίσθηση ότι θα συνεχιστεί για περισσότερο, καθώς αναμένεται γενικό lockdown τις επόμενες ημέρες».
«Περίπου 140.000 εργαζόμενοι έχουν παυθεί προσωρινά από την εργασία τους»
– Ποια είναι όμως η αντίδραση των πολιτών σχετικά με τα μέτρα;
«Πανικός γενικευμένος δεν υπάρχει. Το κέντρο του Δουβλίνου δεν είναι και το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα, καθώς επικρατούν οι τουρίστες και οι νεότερες ηλικιακές ομάδες. Ο κόσμος κυκλοφορεί στο δρόμο, αλλά σε μειώμενους αριθμούς σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες. Ωστόσο, στα σουπερμάρκετ και τα φαρμακεία υπάρχει μεγάλη κίνηση, ήδη όλες οι μεγάλες αλυσίδες έχουν επιβάλει ωράρια μόνο για ηλικιωμένους ή και περιορισμό των ατόμων που θα βρίσκονται εντός του καταστήματος ταυτόχρονα. Το πρώτο μεγάλο μπαμ στα σουπερμάρκετ παρατηρήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, την ημέρα που ανακοινώθηκε το κλείσιμο των σχολείων. Οι πωλήσεις έχουν φτάσει, και σε ορισμένες κατηγορίες (αναλώσιμα κουζίνας, είδη υγιεινής και ξηρά τροφή) ξεπεράσει, τα επίπεδα των Χριστουγέννων. Το γεγονός ότι ο κόσμος πλέον δεν τρώει εκτός σπιτιού, μεταφέρει όλο το βάρος και τις πωλήσεις στα καταστήματα λιανικής πώλησης τροφίμων. Τα καταστήματα ένδυσης κλείνουν το ένα μετά το άλλο, καθώς και όσες υπηρεσίες δε θεωρούνται πρώτης ανάγκης.
Μια μεγάλη ανησυχία του κόσμου έχει να κάνει με τη Βόρεια Ιρλανδία και την εντελώς αντίθετη προσέγγιση που έχει επιλέξει το Ηνωμένο Βασίλειο για αντιμετώπιση της κατάστασης.
Μεγάλος φόβος σημαντικής μερίδας του κόσμου είναι το εργασιακό τους μέλλον. Ήδη εντός της πρώτης εβδομάδας εφαρμογής των μέτρων υπολογίζεται ότι περίπου 140.000 εργαζόμενοι έχουν παυθεί προσωρινά από την εργασία τους (υπάλληλοι εστιατορίων, pubs και βρεφονηπιακών σταθμών). Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, πάνω απο 16.000 άτομα έχουν ήδη αιτηθεί το ειδικό επίδομα ανεργίας που θα δοθεί, αν και έχει ανακοινωθεί από υπουργικά χείλη ότι θα χρειαστεί κάποιες εβδομάδες μέχρι να αποζημιωθούν οι επιχειρήσεις που αναγκάζονται να κλείσουν».
Ο Δημήτρης μας περιέγραψε και τη δική του καθημερινότητα:
«Ζω και εργάζομαι στο κέντρο του Δουβλίνου, στα γραφεία ενός από τα μεγάλα σουπερμάρκετ της χώρας. Η εργασιακή καθημερινότητα έχει αλλάξει δραματικά. Η πλειονότητα των εργαζομένων δουλεύει ήδη από το σπίτι, έχουν απαγορευτεί οι συναντήσεις με εξωτερικούς συνεργάτες, ενώ και οι εσωτερικές συναντήσεις περιορίζονται στις απολύτως απαραίτητες. Πέρα από τους κλασικούς τρόπους επικοινωνίας, πλέον σημαντικό ρόλο έχουν οι τηλεδιασκέψεις. Επειδή ο ρόλος μου έχει να κάνει με την ανάπτυξη νέων προϊόντων, αυτό πλέον παραμερίζεται για την ώρα, καθώς το βάρος πέφτει στην πλήρωση της ζήτησης βασικών προϊόντων. Στην προσωπική ζωή, η αλλαγή είναι επίσης μεγάλη: παραμονή στο σπίτι τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας και έξοδος μόνο για τα απαραίτητα ψώνια».
– Πώς νιώθεις για όσα βλέπεις να γίνονται στην Ελλάδα;
«Με όποιον έχω μιλήσει το τελευταίο διάστημα, παρατηρώ ότι αντιμετωπίζουν το θέμα ιδιαίτερα ψύχραιμα, οπότε δεν έχω λόγο να ανησυχώ περισσότερο. Θα επαναλάβω ότι το ελληνικό σύστημα υγείας είναι πιο αποτελεσματικό και ανθρώπινο από το αντίστοιχο ιρλανδικό, ενώ και οι κλίνες εντατικής θεραπείας είναι αρκετά λιγότερες εδώ, επομένως θεωρώ ότι τα πράγματα στην Ελλάδα δείχνουν ελαφρώς πιο θετικά σε σχέση με την αντιμετώπιση του ιού στην Ιρλανδία. Δεν έχουμε φτάσει σε απροχώρητο σημείο, ώστε να μπω σε δίλημμα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Ωστόσο, γνωρίζοντας τα συστήματα υγείας και των δύο χωρών, με βεβαιότητα λέω ότι προτιμώ το ελληνικό».
«Οι συναθροίσεις άνω των 10 ανθρώπων απαγορεύτηκαν στη Δανία»
Η Μαριάννα ζει και εργάζεται στη Δανία, στην Κοπεγχάγη. Μετακόμισε εκεί λίγες μέρες μόνο πριν ξεσπάσει ο ιός και παρθούν δραστικά μέτρα.
«Η αλήθεια είναι πως δεν πρόλαβα ιδιαίτερα τη ζωή εδώ πριν τον ιό. Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτή τη στιγμή είναι παρόμοια με πολλές άλλες πόλεις του κόσμου. Ο κόσμος παραμένει στο σπίτι και αποφεύγει τις μετακινήσεις, τα καταστήματα εστίασης έχουν κλείσει, όλα τα μεγάλα events έχουν ακυρωθεί. Είμαστε όλοι εν αναμονή των εξελίξεων».
– Ποια είναι τα μέτρα που έχει λάβει η εκεί κυβέρνηση;
«Τα πρώτα μέτρα ήταν να κλείσουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και να σταματήσει τη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν δουλεύουν από το σπίτι, αλλιώς βγαίνουν σε άδεια. Εκτός βέβαια από τους υπαλλήλους που κατέχουν καίριες θέσεις. Με αυτόν τον τρόπο μειώθηκαν κατά πολύ οι επιβάτες στα ΜΜΜ. Σε δεύτερο χρόνο, έκλεισαν καφετέριες, εστιατόρια, εμπορικά κέντρα, γυμναστήρια. Οι συναθροίσεις άνω των 10 ανθρώπων πλέον απαγορεύονται τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους και τα σύνορα έχουν κλείσει για άτομα που δε ζουν ή εργάζονται εδώ».
– Πώς είναι η καθημερινότητα στην Κοπεγχάγη;
«Η καθημερινότητα μας πλέον μοιάζει αρκετά με αυτή της Ελλάδας. Δεν βγαίνουμε από το σπίτι, παρά μόνο για τα βασικά (σουπερμάρκετ, φαρμακεία, κλπ.). Όλα πια τα κάνουμε διαδικτυακά. Δουλεύουμε, ψωνίζουμε, επικοινωνούμε με τους φίλους και τις οικογένειες μας.
Γενικά δεν υπάρχει πανικός. Δεν θα δεις σχεδόν καθόλου κόσμο με γάντια μιας χρήσης ή μάσκες. Ο κόσμος είναι υπάκουος, δε θα κάνει άσκοπες μετακινήσεις αλλά παράλληλα, θα συνεχίσει κάποιες από τις καθημερινές του συνήθειες (π.χ. γυμναστική σε εξωτερικό χώρο, τρέξιμο. περπάτημα) τηρώντας πάντα την απόσταση ασφαλείας».
Όσο για τις εργασιακές συνθήκες, μας είπε:
«Όσοι μπορούμε δουλεύουμε από το σπίτι. Απαγορεύεται να πάμε στο γραφείο. Ωστόσο εδώ η ευέλικτη εργασία δεν είναι κάτι καινούριο. Οπότε δεν τους φαίνεται παράξενο. Το πρόβλημα είναι για εργαζομένους και εταιρείες που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει μέτρα υποστήριξης των εταιρειών, ώστε να μην απολυθεί κόσμος και κλείσουν εταιρείες».
– Τι μαθαίνεις από την Ελλάδα;
«Με τους περισσότερους φίλους που μιλάω στην Ελλάδα είναι αρκετά ψύχραιμοι. Αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να μείνουμε σπίτι όχι τόσο για να μην κολλήσουν οι ίδιοι αλλά για να προστατέψουν τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και το ίδιο το σύστημα υγείας ώστε να μην καταρρεύσει. Χαίρομαι που οι περισσότερες εταιρείες τηρούν τα μέτρα ασφαλείας. Στεναχωριέμαι μόνο όταν βλέπω κόσμο να το παίρνει έτσι αψήφιστα και να μην σκέφτεται τις συνέπειες».
Όσο για το πού αισθάνεται πιο άνετα:
«Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Από τη μια θες να έχεις τους φίλους και την οικογένεια σου δίπλα σου σε περίπτωση που συμβεί κάτι και αντίστοιχα να είσαι κι εσύ δίπλα τους, αλλά από την άλλη εδώ αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια πως το σύστημα υγείας έχει μεγαλύτερες αντοχές οπότε και πιθανώς να μπορεί να περιθάλψει καλύτερα όποιον νοσήσει».
«Στο Βέλγιο υπάρχει ένα αίσθημα φόβου για την επόμενη μέρα»
Ο Θάνος εργάζεται στο Λουξεμβούργο για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και μένει στη Λιέγη του Βελγίου, όπου τα μέτρα αυστηροποιούνται προοδευτικά.
«Στο Βέλγιο η κατάσταση αρχίζει και γίνεται πιο σοβαρή με αυξημένα μέτρα και με τον κόσμο να είναι πιο προσεκτικός στις επαφές του. Δεν έχει τεθεί ακόμη ολική απαγόρευση αλλά όλα τα εμπορικά καταστήματα έχουν εφαρμόσει και εδώ μέτρα, όπως η τήρηση αποστάσεων μεταξύ των πελατών.
Τα μέτρα είναι κάθε μέρα και καινούργια, παρόμοια με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ενημέρωση των πολιτών σε καθημερινή βάση και οδηγίες σε καταστηματάρχες για τη λειτουργία των μαγαζιών, ειδικά για τις έκτακτες ανάγκες. Προσωπικά δουλεύω από το σπίτι γιατί η φύση της δουλειάς μου το επιτρέπει, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για άτομα με εμπορικά που λειτουργούν με φανερά λιγότερη πελατεία, ειδικό ωράριο και κανόνες.
Γενικά δεν υπάρχουν πολλά προβλήματα με τις υπηρεσίες. Μπορούμε ακόμη να εξυπηρετηθούμε για οτιδήποτε έκτακτο, ενώ οι λιγότερο έκτακτες περιπτώσεις έχουν πάρει αναβολή για τον επόμενο μήνα. Επίσης η κυβέρνηση έχει θεσπίσει ήδη πολλά μέτρα για τη διευκόλυνση των πληρωμών από τους πολίτες και τους ιδιοκτήτες καταστημάτων, όπως η στάση πληρωμών στεγαστικών δανείων, η επιμήκυνση επιδόματος ανεργίας κλπ».
Όσο για την καθημερινότητα:
«Αρκετά περιορισμένη και κυρίως μέσα στο σπίτι μέχρι νεωτέρας. Οι μετακινήσεις είναι περιορισμένες και μόνο για τα απαραίτητα (σουπερμάρκετ κλπ) και πάντα με προσοχή. Πανικός δεν υπάρχει, μόνο ένα αίσθημα αβεβαιότητας και φόβου για την επόμενη μέρα και για το πότε θα βγούμε από την τωρινή κατάσταση με τον κορονοϊό».
– Τι σου λένε οι δικοί σου από την Ελλάδα;
«Το αίσθημα που μου δημιουργείται από τις συνομιλίες μου με συγγενείς και φίλους στην Ελλάδα είναι ότι κάποιοι δεν έχουν πάρει το θέμα σοβαρά και ότι ο κόσμος στην Ελλάδα ακόμη αδυνατεί να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης και πόσο σημαντικό είναι το μέτρο του περιορισμού κυκλοφορίας και επαφής με περισσότερο κόσμο.
Δεν θα ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα για να μην θέσω σε κίνδυνο τους γονείς μου αλλά και συγγενείς μεγαλύτερης ηλικίας που είναι και πιο ευάλωτοι. Ωστόσο και στην Ελλάδα και στο Βέλγιο θα αισθανόμουν ότι υπάρχει αντίστοιχος κίνδυνος».