Βρετανός κληρονόμος έμεινε στο δρόμο, ζητιάνευε, έψαχνε για φαγητό στα σκουπίδια [βίντεο]
Γρήγορα αυτοκίνητα, λίαρ τζετ, όμορφες γυναίκες, λαμπερά πάρτι: η ζωή στάθηκε απλόχερη μέχρι τώρα για ένα πλουσιόπαιδο από τη Βρετανία, που πήρε όμως ένα σημαντικό μάθημα όταν αναγκάστηκε να ζήσει λίγες μέρες ως άστεγος στο πλαίσιο ενός κοινωνικού πειράματος.
Μεγαλωμένος στα πούπουλα, μοιράζοντας τη ζωή του μεταξύ Λονδίνου και Λος Άντζελες, ο 23χρονος Μπόμπι Μίσνερ, γιος του δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία Τομ Μίσνερ, αναγκάστηκε να ζητιανεύει και να ψάχνει για φαγητό στους κάδους απορριμμάτων στο πλαίσιο της εκπομπής Rich Kids Go Homeless του βρετανικού δικτύου 5Star.
Το πλουσιόπαιδο, που φιλοδοξεί να κάνει καριέρα ως κινηματογραφιστής, θεωρούσε ότι οι άστεγοι είναι «τεμπέληδες» που «κάνουν καριέρα με τα κοινωνικά επιδόματα» και δέχθηκε να μετάσχει στο κοινωνικό πείραμα για να αποδείξει ότι ο ίδιος θα τα κατάφερνε πολύ γρήγορα να ξεφύγει από μια τέτοια απελπιστική κατάσταση χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα, την επινοητικότητα και τον ζήλο του για δουλειά.
Έπαθε όμως σοκ όταν ανακάλυψε τι σημαίνει να ζεις τρεις μέρες χωρίς στέγη στο κεφάλι σου στο Σόχο, στην καρδιά του Λονδίνου. Μαθημένος να έχει πέραση στο ωραίο φύλο στην κανονική του ζωή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη γοητεία του για να ζητήσει χρήματα από γυναίκες, αλλά εκείνες, όπως διαπίστωσε, του γύρισαν επιδεικτικά την πλάτη. «Απ’ ό,τι πρόσεξα, τα κορίτσια φοβούνται. Συνήθως τα πάω πολύ καλά μαζί τους. Είναι παράξενο να τις βλέπω τώρα να κρατούν τέτοια απόσταση», λέει.
Η πρώτη νύχτα στο αυτοσχέδιο «κρεβάτι», στο νοτισμένο πεζοδρόμιο ήταν εφιαλτική για το μοσχαναθρεμμένο πλουσιόπαιδο. Αλλά και το δεύτερο 24ωρο δεν ήταν καλύτερο για τον ζάπλουτο κληρονόμο, που αναγκάστηκε να ψάχνει στα σκουπίδια για αποφάγια και στους τηλεφωνικούς θαλάμους για ξεχασμένα κέρματα. Όταν ανακάλυψε ένα ζευγάρι ακουστικά κι ένα καπέλο που έπεσαν από κάποιον περαστικό δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Αμέσως έσπευσε σ’ ένα κατάστημα ηλεκτρονικών και πούλησε τα ακουστικά έναντι 40 λιρών. Με τα χρήματα αγόρασε σακούλες πατατάκια που πούλησε στις εισόδους σταθμών του μετρό, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει ούτε μια λίρα κέρδος. Το πρώτο σοκ διαδέχθηκε ένα δεύτερο όταν πήγε να νοικιάσει δωμάτιο σε ξενώνα για να βγάλει τη νύχτα, αλλά του έκλεισαν την πόρτα επειδή δεν είχε πάνω του ταυτότητα.
Αντιμέτωπο με την προοπτική να περάσει άλλη μια παγωμένη νύχτα στους δρόμους το πλουσιόπαιδο συνειδητοποιεί για πρώτη φορά στη ζωή του τι αγωνίες περνούν οι άστεγοι καθημερινά και γιατί τόσοι καταλήγουν να το ρίχνουν στο ποτό και τα ναρκωτικά. «Γιατί να είσαι ξεμέθυστος, όταν η ζωή σου είναι ένας σκέτος εφιάλτης;», λέει.
Την τελευταία μέρα του κοινωνικού πειράματος ο Μπόμπι γνωρίζει ένα ζευγάρι 20χρονων, την Ντέμι και τον Άαρον, που ζουν το μεγαλύτερο διάστημα στους δρόμους την τελευταία τριετία. Πήγαν στο Λονδίνο από το Μίντλεσμπρο πριν από πέντε μήνες, όταν τους έδιωξαν από έναν ξενώνα αστέγων κι όπως παραδέχεται η νεαρή κοπέλα, έχει δεχθεί πολλές φορές επιθέσεις από αγνώστους κι ουδέποτε σ’ ολόκληρη τη ζωή της είχε στην τσέπη της πάνω από 700 λίρες. Γνωρίστηκαν σ’ ένα άσυλο κι απέκτησαν δύο παιδιά, αλλά το ένα πέθανε και το άλλο, ένα μωρό 5 μηνών, τους το πήρε η Κοινωνική Πρόνοια. «Το μόνο που θέλουμε είναι να ξαναπάρουμε την επιμέλεια του παιδιού μας», λένε στο πλουσιόπαιδο. «Και γιατί είστε άστεγοι τόσον καιρό;» τους ρωτά. «Προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε, αλλά μάταια. Κι όταν προσπαθείς τόσον καιρό κάποια στιγμή σχεδόν εγκαταλείπεις τον αγώνα», του λέει η Ντέμι.
Στο τέλος του κοινωνικού πειράματος ένα ταξί έρχεται να παραλάβει τον Μπόμπι για να τον μεταφέρει στην παλιά του ζωή. Αλλά το πλουσιόπαιδο έχει στο μεταξύ αλλάξει. Η οδυνηρή εμπειρία του αυτά τα 24ωρα, «ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που έχει κάνει ποτέ στη ζωή του», όπως λέει, τον βοήθησε να αλλάξει γνώμη για τους άστεγους, να συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει κανείς από τα βρόχια της φτώχειας. «Αισθάνομαι τύψεις που είχα τέτοια προκατάληψη παλαιότερα», λέει. «Από δω και πέρα θα είμαι ευγνώμων για όλα αυτά που απολαμβάνω στη ζωή και θα πάψω πλέον να τα θεωρώ ως δεδομένα»…