Βυθίζονται και στην Ελλάδα οι αερομεταφορές
Οι ισχυρές αναταράξεις που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού στις αερομεταφορές διεθνώς, βυθίζουν και τα ελληνικά αεροδρόμια. Ο ένας μήνας που συμπληρώθηκε εχθές από την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος στη χώρα έχει στοιχίσει πολύ ακριβά και στην εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το tovima.gr, η πτώση της επιβατικής κίνησης στο αεροδρόμιο της Αθήνας ξεπερνά πια, μέρα με την ημέρα, το 90%, φτάνοντας προχθές, Τρίτη, 24 Μαρτίου 2020, το 97%. Μόλις 1.728 επιβάτες, όταν την ίδια ημέρα του 2019 πέρασαν από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» 52.090 επιβάτες.
Μόλις προχθές, η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (IATA) αναθεώρησε τις ήδη μαύρες προβλέψεις για τον κλάδο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις απώλειες για την αεροπορική βιομηχανία σε 252 δισ. δολάρια. Η προηγούμενη πρόβλεψή της ήταν στα 113 δισ. δολάρια. Κι αυτό γιατί το σενάριο να διαρκέσει η καθήλωση των αερομεταφορών ακόμα και τρεις μήνες, είναι πια ορατό.
Σε ελεύθερη πτώση και η ελληνική αγορά. Ήδη η χώρα μας μετρά την προσωρινή αναστολή όλων των διεθνών πτήσεων από την AEGEAN με δραστικό περιορισμό και στο εσωτερικό -διενεργείται περί το 10% του τακτικού πτητικού προγράμματος, ενώ η Sky Express πετάει στο 12% του τακτικού προγράμματος καλύπτοντας ακόμα ολους τους προορισμούς. Επίσης, την προσωρινή αναστολή πτήσεων της Ellinair και εκ περιτροπής απασχόληση και μη ανανέωση συμβάσεων εργασίας στις εταιρείες επίγειας εξυπηρέτησης των αεροδρομίων.
Εχθές Swissport και Skyserv ανακοίνωσαν αναστολή της δραστηριότητάς τους στα αεροδρομια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, μέχρι την ομαλοποίηση της όλης κατάστασης οι εταιρείες θα εξυπηρετούν βασικές ανάγκες, όπως η συντήρηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και έκτακτα περιστατικά, ενώ για τη Skyserv και η εξυπηρέτηση των άγονων γραμμών. Οι ανάγκες θα καλυφθούν από την εκ περιτροπής εργασία του 10% του προσωπικού τους.
Ο πρώτος μήνας του COVID-19 καθήλωσε την επιβατική κίνηση
Ο Μάρτιος του 2020, κηρύσσοντας την έναρξη της μετά τον κορωνοϊό εποχής ανατρέπει ραγδαία τις θετικές επιδόσεις των ελληνικών αερολιμένων από το 2014, που οδήγησαν μάλιστα σε ιστορικά ρεκόρ. Τα στοιχεία της κίνησης στο αεροδρόμιο της Αθήνας δείχνουν ότι σε γενικές γραμμές η κάμψη φαινόταν προτού καν διαπιστωθεί στη χώρα μας το πρώτο κρούσμα του COVID-19, δεδομένου ότι η κρίση στην Ιταλία είχε ήδη ξεσπάσει.
Η θετική πορεία του πρώτου διμήνου άρχισε να θολώνει μετά το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου με οριακές μειώσεις κάποιες ημέρες της εβδομάδας, αλλά αυτό ξεκαθάρισε την τελευταία εβδομάδα. Από τη Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου ως την Κυριακή 1η Μαρτίου 2020, η πτώση της επιβατικής κίνησης έφτασε το 7,6%.
Συνολικά, οι επιδόσεις των αεροδρομίων κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2020 ήταν θετικές. Συγκεκριμένα, το «Ελευθέριος Βενιζέλος» σημείωσε αύξηση επιβατικής κίνησης 5,7% τον Ιανουάριο και επιβράδυνε, αλλά με αύξηση 2,8% τον Φεβρουάριο. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ΥΠΑ, οι ελληνικοί αερολιμένες κατέγραψαν άνοδο το πρώτο δίμηνο, σε ποσοστό 5,4% για τον Ιανουάριο και 4,1% τον Φεβρουάριο.
Για τον Μάρτιο βέβαια, και πιθανώς για τους μήνες που θα ακολουθήσουν, τα παραπάνω στοιχεία θα μοιάζουν μαγική εικόνα. Εβδομάδα την εβδομάδα η επιβατική κίνηση κατρακυλάει, από μείωση 22,5% στις αρχές του μήνα ανήλθε σε 77% την εβδομάδα 16-22 Μαρτίου. Μετά και τους πιο πρόσφατους περιορισμούς μετακίνησης, που απέκλεισαν τις πτήσεις από/προς Βρετανία και Τουρκία, με τους αποκλεισμούς σε Ιταλία και Ισπανία να συνεχίζονται, η επιβατική κίνηση στις 23 και 24 Μαρτίου σημείωσε πτώση 94% και 97% αντίστοιχα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ημέρες του 2019.
Συνολικά, κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου, διακινήθηκαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» 582.861 άτομα, ενώ το αντίστοιχο διάστημα πέρσι είχαν διακινηθεί 1.110.308 επιβάτες. Σημειώθηκε δηλαδή μια συνολική μείωση για το εν λόγω διάστημα της τάξεως του 47,5%, με την τάση όμως να είναι ραγδαία πτωτική λόγω της κλιμάκωσης των περιορισμών.
Από το σύνολο, κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες, οι 391.643 ήταν διεθνείς επιβάτες και οι 191.218 ήταν εγχώριοι, καταγράφοντας μειώσεις της τάξεως του 48,7% και 44,82% αντιστοίχως.