Ζητούν παράταση δύο ετών για τον αναβαλλόμενο φόρο
Η προοπτική αύξησης της συμμετοχής του Δημοσίου αποτελεί ένα ανεπιθύμητο σενάριο όχι μόνο για τις ίδιες τις τράπεζες, αλλά και για το Δημόσιο, που δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει την έμμεση κρατικοποίηση των τραπεζών, βάζοντας μάλιστα βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Παράταση δύο ετών στον νόμο περί αναβαλλόμενης φορολογίας ζητούν οι τράπεζες, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο και να διαχειριστούν με σχετική άνεση τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που προκαλεί η πανδημία. Το αίτημα για παράταση έχει υποβληθεί στον SSM και αποσκοπεί στο να αποτρέψει το ενδεχόμενο αύξησης της συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο, λόγω πιθανών ζημιών που θα υποχρεωθούν να εγγράψουν από την αύξηση των κόκκινων δανείων την τρέχουσα χρονιά.
Ο νόμος για την αναβαλλόμενη φορολογία προβλέπει ότι, σε περίπτωση που μια τράπεζα εμφανίσει ζημία από τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα –και όχι σε επίπεδο ομίλου–, θα πρέπει υποχρεωτικά να προχωρήσει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και, στον βαθμό που η αύξηση δεν καλυφθεί από τους υφιστάμενους μετόχους, θα καλυφθεί από το Δημόσιο.
Το θέμα απασχολεί ήδη τις διοικήσεις των τραπεζών, οι οποίες, αν και με βάση τα αποτελέσματα του α΄ τριμήνου που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα από τις τρεις συστημικές τράπεζες (Alpha, Εθνική και Eurobank) δεν βρίσκονται αντιμέτωπες με γενικευμένες ζημίες λόγω COVID-19, παραμένουν ευάλωτες, ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια που θα έχει η ύφεση στην οικονομία.
Η προοπτική αύξησης της συμμετοχής του Δημοσίου αποτελεί ένα ανεπιθύμητο σενάριο όχι μόνο για τις ίδιες τις τράπεζες, αλλά και για το Δημόσιο, που δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει την έμμεση κρατικοποίηση των τραπεζών, βάζοντας μάλιστα βαθιά το χέρι στην τσέπη. Για τον λόγο αυτό και στον βαθμό που το αίτημα της παράτασης στον νόμο περί αναβαλλόμενης φορολογίας δεν γίνει αποδεκτό, εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια, όπως η έκδοση Cocos ή μετατρέψιμων ομολογιών, λύση που επίσης έχει κόστος, αλλά αποτρέπει ένα πισωγύρισμα στην κεφαλαιακή σύνθεση των ελληνικών τραπεζών. Το γεγονός, άλλωστε, ότι τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται σήμερα από υψηλά επίπεδα αναβαλλόμενης φορολογίας –ο αναβαλλόμενος φόρος αντιστοιχεί στο 56% του μετοχικού τους κεφαλαίου και των εποπτικών κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών– συνιστά ένα ουσιαστικό πρόβλημα, αντίδοτο στο οποίο είναι η επάνοδος στην κερδοφορία και όχι η μείωση αυτής της εξάρτησης από την περαιτέρω διεύρυνση της συμμετοχής του Δημοσίου.
Η προοπτική εγγραφής ζημιών από τις τράπεζες το 2020 λόγω COVID-19 αποτελεί ένα σενάριο που δεν προεξοφλείται από τους αναλυτές. Τα εργαλεία κεφαλαιακής ανάσας και ενίσχυσης της ρευστότητας που οι εποπτικές αρχές έχουν θέσει στη διάθεση του τραπεζικού συστήματος έχουν στόχο να στηρίξουν την οικονομία σε αυτή τη δύσκολη φάση, υποβοηθώντας παράλληλα τις πηγές εσόδων και παρέχοντας ευελιξία στη διαχείριση των κόκκινων δανείων που θα αφήσει πίσω της η κρίση.
Η άσκηση αυτή, ωστόσο, ενέχει αυξημένες αβεβαιότητες, που δεν μπορούν να αποκλείσουν ένα τέτοιο σενάριο για το 2020 ή ακόμη και το 2021. Η λύση είναι συνάρτηση του βάθους που θα έχει η ύφεση στην οικονομία και της ικανότητας που θα έχουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ανακάμψουν, με δεδομένο το ότι αρκετές επιχειρήσεις και πολλά νοικοκυριά έχουν οριακές αντοχές απέναντι στη νέα κρίση.
Την «ευαισθησία» του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τις αυξημένες αβεβαιότητες που το χαρακτηρίζουν επισημαίνει στην πρόσφατη έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην έκθεση σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και την ίδια στιγμή τα μέτρα που έχουν λάβει οι εποπτικές αρχές, απελευθερώνοντας σημαντικό μέρος από το κεφαλαιακό «μαξιλάρι», τους δίνουν ευελιξία για να διαχειριστούν με μεγαλύτερη άνεση την κρίση. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν παραλείπει να επισημάνει και τις «αδυναμίες» του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, σημειώνοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν στη νέα κρίση με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απόδοσης ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, που δεν ξεπερνάει το 3%, έναντι μέσου όρου άνω του 6% στην Ευρωζώνη. Η χαμηλή αυτή επίδοση παρατηρείται παρά την καλύτερη εικόνα που εμφανίζουν οι ελληνικές τράπεζες όσον αφορά τον δείκτη κόστος προς έσοδα και αποδίδεται στα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των χαμηλών εσόδων που δημιουργούν οι γενικευμένες ρυθμίσεις και των ζημιών που καλούνται που απορροφήσουν από το κόκκινο χαρτοφυλάκιο.