Η παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού, η οποία έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 60 χώρες, συνιστά έναν «πολύ υψηλό» παγκόσμιο κίνδυνο, με κάποιες ενδείξεις ότι διαφεύγει της προστασίας των εμβολίων, αλλά τα κλινικά δεδομένα για τον βαθμό σοβαρότητάς της παραμένουν περιορισμένα, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Υπάρχουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την Όμικρον, η οποία για πρώτη φορά εντοπίστηκε στη Νότια Αφρική και το Χονγκ Κονγκ τον περασμένο μήνα, οι μεταλλάξεις της οποίας μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη μεταδοτικότητα και περισσότερα κρούσματα κορωνοϊού, αναφέρεται σε ένα έγγραφο του ΠΟΥ που δημοσιοποιήθηκε χθες.
«Ο συνολικός κίνδυνος που συνδέεται με τη νέα παραλλαγή ενδιαφέροντος Όμικρον παραμένει πολύ υψηλός για διάφορους λόγους», γράφει το έγγραφο επαναλαμβάνοντας την πρώτη αξιολόγηση της 29ης Νοεμβρίου.
«Τα προκαταρκτικά στοιχεία υποδηλώνουν την πιθανότητα διαφυγής χυμικής ανοσίας απέναντι στη μόλυνση και στα υψηλά ποσοστά μετάδοσης, που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αυξήσεις (κρουσμάτων) με σοβαρές επιπτώσεις», σημείωνει ο ΠΟΥ αναφερόμενος στην πιθανή δυνατότητα του ιού να διαφεύγει της ανοσίας που παρέχουν τα αντισώματα.
Ο ΠΟΥ επικαλείται ορισμένα προκαταρκτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των ανθρώπων που επαναμολύνονται με τον ιό έχει αυξηθεί στη Νότια Αφρική.
Παρότι τα προκαταρκτικά ευρήματα από τη Νότια Αφρική υποδηλώνουν ότι η Όμικρον πιθανόν να είναι λιγότερο σοβαρή παραλλαγή σε σχέση με την Δέλτα–η οποία αυτή τη στιγμή κυριαρχεί παγκοσμίως–και όλα τα κρούσματα που έχουν αναφερθεί στην περιοχή της Ευρώπης είναι ήπια ή ασυμπτωματικά, παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό η Όμικρον μπορεί να είναι εγγενώς λιγότερο μολυσματική, προστίθεται.
«Περισσότερα δεδομένα απαιτούνται για να γίνει κατανοητό το προφίλ σοβαρότητας. Ακόμη και αν είναι λιγότερο σοβαρή από την παραλλαγή Δέλτα, αναμένεται ότι θα αυξηθούν οι νοσηλείες ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης μετάδοσης. Περισσότερες νοσηλείες κινδυνεύουν να επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας και να οδηγήσουν σε περισσότερους θανάτους», σημειώνεται.
Η ανακοίνωση καταλήγει ότι αναμένονται περισσότερες πληροφορίες μέσα στις επόμενες εβδομάδες επισημαίνοντας το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις μολύνσεις και στα αποτελέσματά τους.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, Reuters