Του Σπύρου Συμεών για την Romfea.gr
Απόψε ο ομφαλός της γης μεταφέρεται. Πηγαίνει εκεί που εκατοντάδες ψυχές βρήκαν αγαλλίαση, παρηγοριά, δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα τους, εκεί που έγιναν συζητήσεις με πόνο ψυχής, συζητήσεις βασισμένες στην αγάπη και μην ξεχνάμε όπου αγάπη Χριστός εστί.
Το κέντρο της γης απόψε είναι η γλυκιά και γνωστή σε όλους μας Παναγούδα.
Ένα άσημο μικρό τοπίο που κάποτε αποτελούσε τον αμπελώνα της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου.
Ένα φτωχικό και λιτό κελλάκι αφιερωμένο στην Παναγιά μας, εκείνη που ο Όσιος γέροντας Παίσιος ασκήτεψε αφιερωμένος σε Αυτήν που μικρός την πρόφερε ως «Παναγούδα».
Εκεί κάποιοι έζησαν έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής τους.
Σταθμούς που είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο έγιναν γνωστοί στο ευρύ κοινό και πριν αλλά και μετά την κοίμηση του Αγίου Γέροντος. Πολλά τα θαύματα, πολλές οι διδαχές, πολλές οι μαρτυρίες ζωής που εκατοντάδες προσκυνητές μετέφεραν σε όλους όσους δεν είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν από κοντά.
Μα τον καθένα τον αγγίζει και κάτι διαφορετικό μα όλους μαζί το ίδιο πράγμα.
Η μεγάλη ευδιάκριτη αγάπη που διέκρινε ένα ταπεινό γεροντάκι. Το γεροντάκι αυτό γνωστός πλέον από άκρη σ΄άκρη της ανθρωπότητας ως ένας ”οικουμενικός Άγιος”.
Ναι, καλά καταλάβατε, το ταπεινό γεροντάκι είναι ο γνωστός μας Άγιος Παίσιος όπου απόψε τελείται στον τόπο που έζησε, στην Παναγούδα, ολονύχτια αγρυπνία προς τιμήν του ενόψει της μνήμης της κοιμήσεως του.
Είναι ο Άγιος του αιώνα μας, ο Άγιος που μίλησε και μιλά μέσα από τις θαυμαστές επεμβάσεις του σε κάθε καρδιά που έχει ανάγκη. Μιλούσε και μιλάει με τον τρόπο που αυτός και μόνο αυτός γνωρίζει να πλησιάζει την καρδιά του κάθε προσκυνητή.
Έτσι και τότε κάπου στις αρχές τις δεκαετίας του 80΄όπου ένα παιδί, ένα μαθητούδι τότε της Αθωνιάδος σε ένα από τα Σαββατοκύριακα που ήταν ελεύθερα για τους μαθητές της σχολής να επισκέπτονται τις Ιερές Μονές που τα είχαν αναλάβει ως ” ανάδοχοι” ή και τους πνευματικούς τους ο μικρός Γιωργάκης μεταβαίνει στον τόπο που ανάπαυε την δική του ψυχή, στο κελί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Σισώη) εκεί στην γειτονιά της Παναγούδας.
Σαν μαθητούδι τότε θα έπρεπε να του ράψουν και ένα ρασάκι και έτσι ο γέροντας του κελιού, όπου μας αφηγήθηκε και την ιστορία αυτή πριν λίγους μήνες σε μια επίσκεψή μας αρκετά ωφέλιμη, κανόνισε να μεταβούν με τον μικρό Γιωργάκη σε ένα ραφείο.
Εκείνο το Σαββατοκύριακο όμως ήταν αλλιώτικο μιας και πλησίαζε η στιγμή που το ράσο θα έμπαινε στον μαθητή της Αθωνιάδας και δεν ήταν απλό πράγμα. Ένα βράδυ αγωνίας ξεκίνησε για τον μικρό Γιωργάκη που δεν ήξερε αν θα αντέξει, αν θα είναι αντάξιος των προσδοκιών που φέρει το ράσο για αυτόν που το φορεί.
Ένα βράδυ προσευχής αλλά και περισυλλογής μόλις ξεκίνησε.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο μικρός Γιωργάκης αισθανόμενος το ”βάρος” του ράσου επιζητά ένα μικρό σημάδι ενθάρρυνσης, μίαν απάντησιν.
Μια μικρή ευλογία-σημάδι από τον Γέροντα Παίσιο στο κελί του οποίο θα μεταβαίνανε μαζί με τον γέροντα Γρηγόριο για να τελέσουν την αυριανή Θεία Λειτουργία θα ήταν ικανή να του δώσει το έναυσμα μιας καλής, γεμάτης πνευματικές προσδοκίες, ζωής.
Αφού σηκωθήκανε το πρωί και κάνανε ο καθένας τον κανόνα του, Γέροντας Γρηγόριος και Γιωργάκης πήραν το ανηφορικό μονοπάτι για την Παναγούδα.
Η πόρτα του κελιού όπως ενθυμείται ο Γερ. Γρηγόριος ήτο ανοιχτή και ξάφνου βλέπουν τον Άγιο Γέροντα Παίσιο να ξεπροβάλει.
Αφού χαιρετήθηκαν μπήκαν στο εκκλησάκι του κελιού για να ξεκινήσουν την Θεία Λειτουργία.
Ο Γέροντας Παίσιος πήρε δίπλα του στο ψαλτήρι τον μικρό Γιωργάκη και ψέλνανε μαζί.
Η Θεία Λειτουργία τελείωσε και ο γέροντας, τους είχε κέρασμα στο μικρό του αρχονταρίκι που τους είπε να περάσουν να καθίσουν.
Κάποια στιγμή ο Άγιος Γέροντας Παίσιος βγαίνει από το αρχονταρίκι και επιστρέφει με ένα ρασάκι στα χέρια του χαμογελώντας.
Κοιτά τον Γιωργάκη και του λέγει, «μου έφεραν αυτό το καινούριο ρασάκι αλλά μου είναι μακρύ και δεν μου κάνει, μάλλον δεν μου πήραν καλά τα μέτρα, για δοκίμασε το εσύ»
Σηκώνεται ο μικρός Γιωργάκης έκπληκτος μιας και θυμήθηκε το αίτημα προσευχής που είχε κάνει όλο το προηγούμενο βράδυ, το φορεί και ο Γέροντας Παίσιος του λέγει: «Καλό σου είναι, πάρε το»
Την απάντηση ο μικρός Γιωργάκης την έλαβε, το σημάδι ήρθε, το αίτημά του έγινε αποδεκτό και έφυγε από το κελί με μια ανακούφιση, με μια αγαλλίαση με μια αφορμή για ένα ταξίδι ζωής που είχε μιαν καλήν αφετηρία.
Αγκαλιά με το ράσο, γεμάτος χαρά πνευματική.
Έτσι κι εμείς πολλές φορές περιμένουμε ένα μικρό ενίοτε και μεγάλο (ως άπιστοι θωμάδες που είμαστε) σημάδι στα αιτήματα προσευχής που κάνουμε.
Να θυμόμαστε όμως ένα πράγμα πως άλλοτε παίρνουμε την απάντησιν αμέσως κι άλλοτε αυτήν η απάντησιν αργεί τόσο όσο Αυτός ξέρει.
Πολλές φορές η απάντησιν αυτή είναι με τρόπο που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε διότι είμαστε μικρόψυχοι, αμελείς, αδύναμοι, εγωιστές και γενικά πολύ μικροί για να καταλάβουμε το θέλημά Του αλλά και να είμαστε ικανοί να αποζητούμε σημεία.
Για αυτό ας μείνουμε στα απλά, στα ταπεινά, τα λιτά και τα απέριττα.
Σε αυτά κατοικεί ο Θεός ας μην ξεχνούμε το σπήλαιο της Γέννησης, δεν επέλεξε παλάτια αλλά μιαν μικρήν φάτνη.
Έτσι θα πρέπει να είναι και η ψυχή μας, απλή ταπεινή, λιτή, ολιγαρκής και τότε είναι που βρίσκει χώρο και έρχεται και την πλημμυρίζει Χάρι, μετατρέποντάς την σε δοχείο μυροβλυσίας αιώνιας ζωής, όπως και σε αυτήν την απλή ταπεινή ψυχή ενός γέροντα που οι διδαχές του αντηχούν στα αυτιά μας.
Αυτός με την ταπεινή καρδιά του μας θυμίζει απόψε πως ο προορισμός είναι εφικτός για όλους μας.
Και προορισμός του ανθρώπου είναι η είσοδός του στην Αιώνια Βασιλεία Του Πατρός μας και Θεού μας.
Εκεί όπου πανηγυρικά εισήλθε και το ταπεινό γεροντάκι της Παναγούδας, ένας από τους Αγίους του αιώνα μας.
Τις μεσιτείες του να έχουμε…