Ιδιαίτερα θερμός αναμένεται ο Δεκέμβρης στο μέτωπο των επιτοκίων, τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Στις 15 Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να προχωρήσει σε μια ακόμη αύξηση στο κόστος του χρήματος, με τους αναλυτές να διχάζονται αν αυτή θα είναι της τάξης των 50 ή των 75 μονάδων βάσης.
Ενώ ταυτόχρονα, εντός συνόρων, φουντώνει η συζήτηση αναφορικά με τον τρόπο στήριξης των δανειοληπτών που βλέπουν τις μηνιαίες δόσεις τους να αυξάνονται κατά εκατοντάδες ευρώ ετησίως, εκτροχιάζοντας τον προϋπολογισμό τους.
Οι κινήσεις της Φρανκφούρτης
Στο μέτωπο των επιτοκίων, οι αποφάσεις της ΕΚΤ είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς το ύψος της αύξησης του επιτοκίου του ευρώ θα αποτελέσει σαφή ένδειξη των προθέσεων και για το 2023. Σε περίπτωση που η αύξηση είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης, θα καταστεί ξεκάθαρο πως η Κριστίν Λαγκάνρντ και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος αυτού του γύρου των αυξήσεων.
Σημειώνεται ότι πριν να ξεκινήσει το μπαράζ των αυξήσεων από την ΕΚΤ τον Ιούλιο, το βασικό επιτόκιο του ευρώ ήταν μηδενικό. Μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί τρεις αυξήσεις, συνολικού ύψους 200 μονάδων βάσης, φέρνοντας σήμερα το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 2%.
Άρα, αν τελικά η αύξηση του Δεκεμβρίου είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης, για το 2023 οι αγορές αναμένουν επιπλέον αυξήσεις της τάξης των 50-100 μονάδων βάσης, φέρνοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο επίπεδο του 3%-3,5%.
Αν όμως τελικά η αύξηση του Δεκεμβρίου είναι υψηλότερη, της τάξης δηλαδή των 75 μονάδων βάσης, τότε γίνεται ξεκάθαρο πως η ΕΚΤ παραμένει στη «σκληρή γραμμή» και άρα τα μηνύματα για το 2023 συγκλίνουν προς επιπλέον αυξήσεις που θα φέρουν το βασικό επιτόκιο του ευρώ πάνω από το 3,5%. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος του χρήματος για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις αλλά και την ίδια την κυβέρνηση.
Το ελληνικό μπρα-ντε-φερ κυβέρνησης-τραπεζών
Υπό αυτό το πρίσμα, και εν’ όψει των νέων αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ, εντός συνόρων φουντώνει η συζήτηση, αλλά και οι κυβερνητικές πιέσεις προς τις τράπεζες, προκειμένου να υπάρξει κάποιας μορφής στήριξη προς τους δανειολήπτες.
Ζητούμενο είναι να αμβλυνθούν οι πιέσεις που δέχονται κυρίως τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια που πληρώνουν ακόμη και 150 ευρώ επιπλέον κάθε μήνα. Από την πλευρά τους, οι τράπεζες αναγνωρίζουν τον κίνδυνο για μια νέα γενιά κόκκινων δανείων και προετοιμάζονται ώστε να ανασχέσουν το νέο κύμα επισφαλειών που φέρνει η αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό.
Εντούτοις, και με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν φαίνεται να βγαίνει «λευκός καπνός» στις συναντήσεις μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα και των επικεφαλής των τραπεζών. Το αρχικό προσχέδιο πρότασης με το οποίο πορεύονται οι τράπεζες προβλέπει ένα μοντέλο στήριξης δανείων πρώτης κατοικίας στο πρότυπο του προγράμματος «Γέφυρα», με επιδότηση των δόσεων των ευάλωτων νοικοκυριών για όλο το 2023. Εντούτοις, τα κριτήρια που έχουν θέσει οι τράπεζες φαίνεται να περιορίζουν αισθητά την περίμετρο του προγράμματος, η οποία φαίνεται να αφορά έως 30.000 νοικοκυριά, αριθμός που δεν δείχνει να καλύπτει τις επιθυμίες του υπουργείου.
Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η όποια τελική λύση θα πρέπει να έχει και τη σύμφωνη γνώμη του SSM, γεγονός που σημαίνει πως οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να τραβήξουν σε μάκρος.
Και σίγουρα, η όποια απόφαση δεν αναμένεται να ληφθεί πριν τις 15 Δεκεμβρίου, ώστε να υπάρχει και η τελική εικόνα από την πλευρά της ΕΚΤ, τόσο όσο αναφορικά με το ύψος της τρέχουσας αύξησης, όσο και για τις μελλοντικές της προθέσεις.
Πηγή