Σε συμφωνία με το Υπουργείο Οικονομικών για το σχέδιο στήριξης των δανειοληπτών κατέληξαν οι τράπεζες.
Εντούτοις, σε σύγκρουση και «μπινελίκωμα» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Υπουργός Οικονομικών, κατέληξε η συζήτηση για την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και τη μείωση των προμηθειών.
Πλέον, θεωρείται ζήτημα χρόνου -ακόμη και εντός της ημέρας- να ανακοινώσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα το τελικό σχέδιο της πρότασης που θα τεθεί σε εφαρμογή από 1/1/2023. Η πρόταση θα είναι κοινή και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και φέρει τις «ευλογίες» του SSM, ο οποίος, μολονότι διατύπωσε μια σειρά παρατηρήσεων, εν τέλει έδωσε το «πράσινο φως» για την υλοποίησή της.
Το γεγονός εξάλλου ότι η πρόταση φέρει το «καλώς έχειν» από την πλευρά του επόπτη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή της από την πλευρά του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς σε άλλη περίπτωση θα πράγματα θα γίνονταν αρκετά περίπλοκα.
Τι προβλέπει η πρόταση
Αναλυτικά, και με βάση τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, στην πρόταση των τραπεζών περιλαμβάνεται επιδότηση ενός ποσοστού από το επιπλέον κόστος που επιφέρουν στα δάνεια οι συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από τον Ιούλιο έως και σήμερα.
Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες πληροφορίες, η επιδότηση θα καλύψει το 50% της αύξησης των επιτοκίων που έχει περάσει μέχρι σήμερα στις δόσεις των δανείων, αλλά και όσες προκύψουν εντός των επόμενων 12 μηνών.
Σημειώνεται ότι δικαίωμα επιδότησης θα έχουν όλα τα ευάλωτα νοικοκυριά που έχουν ενήμερα δάνεια στις τράπεζες –συστημικές και μη– αλλά και τα ενήμερα δάνεια των ευάλωτων δανειοληπτών που έχουν τιτλοποιηθεί και βρίσκονται στην κυριότητα των funds.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως η επιδότηση θα ισχύσει αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2022 οπότε και έγινε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ενώ θα ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 2023 και θα ισχύσει έως τα τέλη του 2023, καλύπτοντας ωστόσο και τις αυξήσεις επιτοκίων που έγιναν το β΄ εξάμηνο του 2022.
Οι προϋποθέσεις
Σημειώνεται επίσης ότι η πρόταση περιλαμβάνει μια σειρά από κριτήρια προκειμένου κάποιος να θεωρείται ευάλωτος δανειολήπτης και άρα να τύχει της ευνοϊκής ρύθμισης. Συγκεκριμένα, το συνολικό ετήσιο εισόδημα δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, ενώ προβλέπεται προσαύξηση της τάξης των 3.500 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Στη μονογονεϊκή οικογένεια για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο. Το συνολικό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 21.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
Επιπλέον, βασική προϋπόθεση είναι οι δανειολήπτες να είναι ενήμεροι και να παραμείνουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, δηλαδή να μην υπάρχει καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερών. Σε διαφορετική περίπτωση η επιδότηση θα διακόπτεται.
Τέλος, οι δανειολήπτες θα έχουν περιθώριο μέχρι τις 31/3/2023, δηλαδή τρεις μήνες από την έναρξη του προγράμματος να υποβάλλουν αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ) που θα δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό.
«Κόντρα» για επιτόκια καταθέσεων και προμήθειες
Στον αντίποδα των παραπάνω, συνεχίστηκε η κόντρα τραπεζιτών-ΥΠΟΙΚ στα μέτωπα της αύξησης των επιτοκίων αλλά και της μείωσης προμηθειών σε μια σειρά συναλλαγές. Από την πλευρά του Υπουργείου, ζητούμενο ήταν να υπάρξει μια γενικευμένη, ιδανικά ενιαία κίνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να αυξηθούν σημαντικά τα επιτόκια των καταθέσεων αλλά και να «ψαλιδιστούν» μια σειρά από προμήθειες στις συναλλαγές.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες αντίτειναν το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εναρμονισμένη πρακτική και να επισύρει ακόμη και τη παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις έφεραν την κόντρα μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες του CNN Greece, δεν ήταν τόσο σφοδρή όσο αυτή της προηγούμενης εβδομάδας. Σε κάθε περίπτωση, και σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, θα γίνουν κινήσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις, όμως η κάθε τράπεζα θα προχωρήσει ξεχωριστά και με βάση τη δική της στρατηγική αλλά και τιμολογιακή πολιτική.
Πηγή