Χρονιά-σταθμός για εκατομμύρια δανειολήπτες αλλά και καταθέτες αναμένεται να είναι το 2023, με «βαρόμετρο» την πορεία των επιτοκίων.
Μετά από μια δεκαετία «δωρεάν χρήματος», με μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, το 2022 έφερε ένα μπαράζ ανόδου, ανατρέποντας τα δεδομένα ως προς τα κόστη δανεισμού. Και πλέον, το μεγάλο διακύβευμα έγκειται στο τι πρόκειται να συμβεί μέσα στους επόμενους μήνες, ή με πιο απλά λόγια, πόσο παραπάνω θα ανέβουν τα επιτόκια μέσα στο 2023.
Ερώτημα κομβικό, καθώς η πορεία των επιτοκίων θα επηρεάσει την ανάπτυξη, το κόστος εξυπηρέτησης του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αλλά και τις πιθανότητες να υπάρξει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Με βάση τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις, για την περίπτωση της Ευρωζώνης, αναμένονται τουλάχιστον δύο επιπλέον αυξήσεις της τάξεως των 100 μονάδων βάσης έκαστης. Ήδη η αγορά έχει προεξοφλήσει την εξέλιξη αυτή, καθώς ενώ το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 3μήνου βρίσκεται στο 2.132%, αυτό των 12 μηνών βρίσκεται στο 3.291%, δηλαδή περισσότερο από 100 μονάδες βάσης υψηλότερα. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι οι αγορές προβλέπουν –και προεξοφλούν- ότι σε 12 μήνες από σήμερα η ΕΚΤ θα έχει αυξήσει το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 3,5% έναντι 2,5% σήμερα και αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 3% έναντι 2% σήμερα.
Εντούτοις, τα λεγόμενα «γεράκια» της Φρανκφούρτης, δηλαδή εκείνοι που πιέζουν για πιο σκληρή νομισματική πολιτική, προβλέπουν ακόμα περισσότερες αυξήσεις, βάζοντας ως πρώτο μέλημα την τιθάσευση του πληθωρισμού, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πέρασμα της οικονομίας σε ύφεση. Γεγονός που σημαίνει ότι, από την οπτική τους, μπορεί να χρειαστεί οι συνολικές αυξήσεις να ξεπεράσουν τις 150 μονάδες βάσης.
Στον αντίποδα, τα «περιστέρια», δηλαδή εκείνοι που υπερασπίζονται την πιο μετριοπαθή προσέγγιση θεωρούν ότι το «ταβάνι» των αυξήσεων θα πρέπει να είναι οι 100 μονάδες βάσης, τονίζοντας πως ο πληθωρισμός είναι εξωγενής και ότι οι συνεχόμενες αυξήσεις επιτοκίων δεν είναι η ενδεδειγμένη προσέγγιση.
Τι σημαίνει για δανειολήπτες και καταθέτες
Η έκβαση της διελκυστίνδας αυτής έχει προφανείς συνέπειες για εκατομμύρια δανειολήπτες, τόσο φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα, που είτε σκοπεύουν να λάβουν νέα δάνεια μέσα στο 2023 είτε ήδη έχουν δανειστεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Σε κάθε περίπτωση, οι αυξήσεις επιβαρύνουν σημαντικά τον προϋπολογισμό, καθώς για παράδειγμα, σε ένα στεγαστικό δάνειο το επιπλέον κόστος ήδη ξεπερνά τη μία μηνιαία δόση σε ετήσια βάση. Και αν επικρατήσει η «σκληρή» γραμμή ως προς τις αυξήσεις των επιτοκίων, συνολικά η επιβάρυνση θα ξεπεράσει με ευκολία τις δύο μηνιαίες δόσεις. Γεγονός που, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αυξήσεις εκτροχιάζει τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.
Αντίστοιχα, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το συνολικό κόστος δανεισμού ξεκινά πλέον από το 5%-5,5% και δεν αποκλείεται να ξεπεράσει το 6% μέσα στη χρονιά, αλλάζοντας τα δεδομένα τόσο ως προς την εξυπηρέτηση των δανείων όσο και σε σχέση με τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους πλάνων. Μάλιστα, ακριβώς αυτή η αλλαγή έχει στρέψει μαζικά επιχειρήσεις στις χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που επιβαρύνονται με σαφώς χαμηλότερο επιτόκια.
Στον αντίποδα όλων αυτών, και παρά τις πρόσφατες αυξήσεις από την πλευρά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα επιτόκια των καταθετικών προϊόντων παραμένουν χαμηλά. Πλέον, για προθεσμιακές καταθέσεις και κυρίως για ποσά άνω των 50.000 ευρώ το επιτόκιο μπορεί να φτάσει το 1% και αναμένεται να αυξηθεί κατά τι μέσα στο 2023, λόγω και των αυξήσεων στα επιτόκια του ευρώ. Εντούτοις, για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των μικροκαταθετών, τα επιτόκια παραμένουν «συμβολικά», κάτω από 0,5% ή και 0,3%. Γεγονός που έχει ωθήσει αρκετούς αποταμιευτές σε άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα αγορές ομολόγων, αναλαμβάνοντας όμως και το σχετικό ρίσκο.
Πηγή