Στα χέρια των αρχών βρίσκονται οι 9 διακινητές που είναι υπεύθυνοι για την τραγωδία με το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο.
Σημειώνεται, πως ο ένατος κατηγορούμενος νοσηλεύεται φρουρούμενος ενώ όλοι είναι Αιγύπτιοι στην καταγωγή, ηλικίας 20 έως 40 ετών.
Αντιμετωπίζουν ανάμεσα σε άλλα, τα κακουργήματα της πρόκλησης ναυαγίου και της εγκληματικήςοργάνωσης. Πήραν προθεσμία και θα απολογηθούν τη Δευτέρα.
Επέβαλαν την τάξη με βασανιστήρια
Ρεπορτάζ του ΣΚΑΙ αποκάλυψε την Παρασκευή τον ρόλο των συλληφθέντων πάνω στο αλιευτικό κατα την διάρκεια του ταξιδιου πρός την Ιταλία:
Ο καπετάνιος που σύμφωνα με πληροφορίες είναι νεκρός, βρισκόταν καθόλη την διάρκεια του ταξιδιού στην καμπίνα του σαπιοκάραβου. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο μηχανικός του πλοίου αλλά και ο βοηθός του καπετάνιου, ο άνδρας που έδινε τις εντολές στους 7 μπράβους του κυκλώματος, τους ανθρώπους που με αυτοσχέδια καμουτσίκια φτιαγμένα από τα σχοινιά του πλοίου επέβαλαν με βασανιστήρια την τάξη πάνω στο πλοίο.
Σε πλήρη εξέλιξη οι έρευνες
Συνεχίζονται και σήμερα οι έρευνες στα διεθνή ύδατα, 47 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πύλου, για τον εντοπισμό τυχόν αγνοουμένων, μετά τη βύθιση του αλιευτικού σκάφους που μετέφερε παράτυπους μετανάστες από το Τομπρούκ της Λιβύης και είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 78 άτομα και 104 να διασωθούν. Στις έρευνες παίρνουν μέρος μία φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού, τρία παραπλέοντα πλοία και ελικόπτερο του λιμενικού.
Στο μεταξύ, οι Αρχές συλλέγουν συνεχώς νέα στοιχεία για τη δράση των εννέα Αιγυπτίων συλληφθέντων. Μάλιστα, από το υπουργείο Ναυτιλίας, επιβεβαιώθηκε ότι ένας εκ των συλληφθέντων ομολόγησε πως είναι διακινητής. Περιέγραψε μάλιστα τι προηγήθηκε του απόπλου από την Αίγυπτο και τι ακολούθησε επάνω στο αλιευτικό μέχρι τη στιγμή της βύθισης του σκάφους. Αντίθετα, οι υπόλοιποι εφτά αρνούνται ότι είναι μέλη του κυκλώματος διακίνησης και επιμένουν ότι δεν έχουν καμία ανάμειξη με την υπόθεση.
Σβήνουν οι ελπίδες για την ανεύρεση επιζώντων
Τρία 24ωρα μετά την τραγωδία κι ενώ συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό αγνοουμένων, εξανεμίζονται ώρα με την ώρα οι ελπίδες για την ανεύρεση επιζώντων από το πολύνεκρο ναυάγιο που σημειώθηκε ανοιχτά της Πύλου…
Την ίδια στιγμή, τραγικές στιγμές διαδραματίζονται στο λιμάνι της Καλαμάτας με τους συγγενείς των αγνοουμένων…
Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και τη φτώχεια στη χώρα του
Διέσχιζαν το δρόμο του λιμανιού της Καλαμάτας που οδηγούσε στον χώρο όπου διέμεναν οι διασωθέντες μετανάστες και πρόσφυγες του ναυαγίου που συνέβη ανοιχτά της Πύλου πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Κρατούσαν τα κινητά τους και έδειχναν φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων που γνώριζαν ότι είχαν επιβιβαστεί στο αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε, αλλά δεν είχαν ακόμη νέα τους.
Πρόσωπα βουβά και σκυθρωπά, πλησίαζαν την περιφραγμένη είσοδο, κοιτούσαν από τις χαραμάδες μήπως και βρουν τον/την συγγενή τους και ρωτούσαν συνεχώς τις λιμενικές αρχές με την ίδια αγωνία πάντοτε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.
Ορισμένοι λύγιζαν, ξεσπούσαν κι άλλοι παρέμεναν στον χώρο μήπως μάθουν κάτι παραπάνω. Καθώς περνούσαν οι ώρες όλο και περισσότεροι συγγενείς αγνοουμένων κατέφταναν στο λιμάνι της Καλαμάτας, άλλοι έχοντας μαζί τους ελάχιστα πράγματα και άλλοι με βαλίτσες στα χέρια τους.
Το δεύτερο βράδυ από την ημέρα που έγινε το ναυάγιο ο Ταχίρ Ραζάρ από το Πακιστάν που εδώ και χρόνια μένει στην Ελλάδα πλησιάζει στην είσοδο της αποθήκης στο λιμάνι της Καλαμάτας και ρωτάει τις αρχές μήπως έχουν δει τον 18χρονο ξάδερφό του. Δείχνει τη φωτογραφία του νεαρού συγγενή του από το Πακιστάν που έφυγε από τη χώρα του, πήγε στη Λιβύη και επιβιβάστηκε στο αλιευτικό σκάφος.
«Ήθελε να φύγει από το Πακιστάν και να πάει στην Ιταλία. Δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και τη φτώχεια στη χώρα του, μας έλεγε δεν αντέχεται άλλο, πρέπει να φύγουμε από εδώ», αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δείχνοντάς μας τη φωτογραφία του ξαδέρφου του.
«Πλήρωσε 5.000 δολάρια για να φύγει να πάει να βρει δουλειά», εξηγεί. Μια μέρα πριν ταξιδέψει, επικοινώνησε με τους δικούς του και τους είπε «να κάνουν την προσευχή τους για να φτάσει». Δεν έφτασε ποτέ όμως. «Μίλησα με τους γονείς του προσπαθούσα να τους καθησυχάσω, αλλά δεν τον βρίσκουμε πουθενά», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποχωρώντας από το λιμάνι, δίχως να έχει κάποιο νεότερο για τον συγγενή του.
«Στο πρόσωπο αποτυπώνονται τα συναισθήματα»
Από την άλλη πλευρά, στο επιχειρησιακό κέντρο που είχε στηθεί, κλιμάκιο του τομέα αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προσπαθούσε να βοηθήσει τους διασωθέντες να επικοινωνήσουν με κάποιο οικείο τους πρόσωπο.
«Το βράδυ της Πέμπτης 15 Ιουνίου κάναμε πάνω από 78 τηλέφωνα. Όσοι είχαν διασωθεί και θυμούνταν κάποιο τηλέφωνο συγγενή τους απευθύνονταν σε εμάς για να μιλήσουν με τους δικούς τους. Οι κλήσεις διαρκούσαν περίπου 3 λεπτά ώστε να επικοινωνήσουν για να πουν ότι είναι καλά και σώοι», επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η τομεάρχης αναζητήσεων και αποκατάστασης οικογενειακών δεσμών Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Μαρία Λιανδρή. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τη γλώσσα ωστόσο, όπως εξηγεί, στο πρόσωπο των διασωθέντων μεταναστών και προσφύγων αποτυπώνονταν όλα τους τα συναισθήματα.
«Εμείς δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα, αποτυπώνονται όμως όλα τα συναισθήματα και στο πρόσωπο και στους ήχους, την ίδια ώρα που από την άλλη μεριά της γραμμής μπορεί να ακούσεις μία κραυγή χαράς, ένα κλάμα, μία φωνή. Συμμετέχεις. Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Αυτό που είναι κοινό και συζητούσαμε είναι ότι όλα τα πρόσωπα όταν έρχονται είναι κατηφή και όταν κλείνουν τα τηλέφωνα λάμπουν», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Λιανδρή προσθέτοντας ότι το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να μην θυμάται κάποιος το τηλέφωνο ή να μην μπορείς να πιάσει εύκολα γραμμή. «Η επικοινωνία είναι ένα δικαίωμα όπως και να ψάχνουν και να αναζητούν οι άνθρωποι τους δικούς τους. Κι εμείς αυτή την υποχρέωση έχουμε να καλύπτουμε αυτό το δικαίωμα. Εμάς μας δηλώνουν ποιους θα καλέσουν και ρωτάμε και τη συγγένεια για να δούμε υποστηρικτικά μήπως χρειαστούμε. Οι πιο πολλοί κάλεσαν τα αδέρφια τους και τις μαμάδες τους», τονίζει.
Η κ. Λιανδρή θυμάται χαρακτηριστικά τον πρώτο άνθρωπο που προσπάθησε να μιλήσει με κάποιον δικό του.
«Ο πρώτος που κάθισε για να μιλήσει φαινόταν ότι ήταν ταλαιπωρημένος. Ήταν πάρα πολύ ήσυχος και αμίλητος που φαινόταν σαν να μην έχει συναίσθημα μόλις μίλησε άρχισε να κλαίει. Ήταν τελείως άλλος άνθρωπος ήταν σαν να ξέσπασε», λέει και τονίζει ότι ήταν αρκετοί αυτοί που ξέσπασαν σε λυγμούς.