Διευκρινίσεις για το θέμα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών έδωσε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου απαντώντας σε σχετική Επίκαιρη Ερώτηση που κατέθεσε ο Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος στη Βουλή.
Παίρνοντας τον λόγο, ο Υφυπουργός υπογράμμισε ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες την προηγούμενη τετραετία συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση της ανεργίας κατά περισσότερο από 7 περίπου ποσοστιαίες μονάδες από το καλοκαίρι του 2019 μέχρι σήμερα.
Όπως δήλωσε ο κ.Τσακλόγλου αυτή η μείωση των 4,4 μονάδων δεν έγινε εφάπαξ, αλλά σταδιακά, προκειμένου να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα. Συγκεκριμένα:
• Με το ν. 4670/2020 μειώθηκαν οι εισφορές κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδας
• Με τους νόμους 4756/2020 και 4826/2021 μειώθηκαν άλλες 3 ποσοστιαίες μονάδες
• Τέλος, το 2022 μειώθηκαν ακόμη μισή μονάδα
Για το ΑΕΠ
Παρότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχώρησε δραστικά τα τελευταία χρόνια, παραμένει ακόμα υψηλός και η χώρα μας έχει δεσμευτεί για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων. Επομένως, ο κανόνας της δημοσιονομικής σταθερότητας, προφανώς πρέπει να διατηρηθεί ως κόρη οφθαλμού και σε όποιες μελλοντικές μειώσεις υπάρξουν στις ασφαλιστικές εισφορές.
Για τις αυξήσεις μισθών, ο Υφυπουργός Εργασίας ξεκαθάρισε ότι δεν καθορίζονται από τις μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών αλλά από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία οδηγεί και σε συνακόλουθη αύξηση του ΑΕΠ. Μετά τη λήξη της πανδημίας, η χώρα μας είχε σημαντικά ταχύτερη ανάκαμψη του ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχει ήδη ξεκινήσει η θεσμοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης για τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, με τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων. Προφανώς, η τελική απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τόσο την ανάγκη για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων, συνδυαστικά με την παραγωγικότητα όσο και τις επιπτώσεις της μεταβολής του κατώτατου μισθού στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Όπως υπενθύμισε ο Υφυπουργός πρόκειται για την τέταρτη αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος από το 2019 έχει ήδη αυξηθεί σωρευτικά κατά 20% σε ονομαστικούς όρους, ποσοστό υψηλότερο από την αύξηση του επιπέδου τιμών κατά την ίδια περίοδο (14%). Με βάση τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη του δείκτη μισθολογικού κόστους, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι παρόμοια αυξητική πορεία είχε και ο μέσος μισθός. Επομένως, ο στόχος για το τέλος της τετραετίας για κατώτατο μισθό 950 ευρώ και μέσο μισθό 1500 ευρώ είναι εφικτός.
Κλείνοντας ο κ. Τσακλόγλου τόνισε ότι η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που αποτελεί δέσμευση στο πρόγραμμα της Κυβέρνησης, οφείλει να γίνει με σχέδιο προκειμένου να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία καθώς κάθε μία ποσοστιαία μονάδα μείωσης αντιστοιχεί σε περίπου €400 εκ. μείωση εσόδων για τον ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Βεβαίως, τμήμα ή και όλο αυτό το ποσό ανακτάται μακροχρονίως μέσω της αύξησης της απασχόλησης. Αλλά οι βραχυχρόνιες επιπτώσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Στο κυβερνητικό πρόγραμμα υπάρχει πρόβλεψη για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ακόμα ποσοστιαία μονάδα – μισή μονάδα την επόμενη χρονιά, το 2025, και μισή μονάδα το 2027. Συνολικά, δηλαδή, μέσα στις δύο τετραετίες θα έχουν μειωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες.
enikonomia.gr