«Δεν πείραζε κανέναν, δεν ήταν ένας άνθρωπος δηλαδή που έκανε καυγάδες. Δεν είχε ψυχολογικά, ούτε ψυχοφάρμακα έπαιρνε, ούτε τίποτα, μια χαρά φυσιολογικότατος ήταν. Είχαμε πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής, παρόλο που ήμασταν αδέλφια, αλλά είναι επιλογές του καθενός. Ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, που αγαπούσε τη μουσική πολύ».

Ο Περικλής Τσιάπανος ασχολείτο με την μουσική από έξι – επτά χρόνων, με δάσκαλο.

«Από την εφηβική του ηλικία άκουγε διάφορα είδη μουσικής. Μετά ασχολήθηκε με τα ρεμπέτικα, ξεκίνησε να παίζει και σε διάφορα μαγαζιά. Κάτι είχε γίνει με τους μουσικούς και τα καταστήματα και άρχισε σιγά σιγά να μην βρίσκει μαγαζιά να παίξει, οπότε ξεκίνησε ως μουσικός του δρόμου. Προφανώς ως λύση ανάγκης, για βιοποριστικούς λόγους. Είχε δύο μακροχρόνιες σχέσεις αλλά δεν ήταν οπαδός του να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, οικογένεια. Πάντα έλεγε ότι ‘από την στιγμή που δεν μπορώ να συντηρήσω εγώ τον εαυτό μου, πως θα μπορέσω να συντηρήσω τα παιδιά μου;’».

Η αδελφή του μιλά για τα προβλήματα που είχε.

«Δεν είχαμε συχνή επαφή. Με τη μητέρα μου μιλούσαν πιο πολύ. Γνωρίζαμε πως είχε κάποια οικονομικά θέματα. Αρκετές φορές τον είχα βοηθήσει και εγώ παλιότερα, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν ήθελε βοήθεια από εμάς. Την τελευταία φορά που μίλησε με τη μητέρα μας ήταν τέλη Σεπτεμβρίου. Του είπε να την παίρνει τηλέφωνο για να μαθαίνει πως είναι και χαρακτηριστικά του ανέφερε ‘θα πάθεις κάτι και δε θα έχουμε ιδέα’ και της απάντησε ‘μην στεναχωριέσαι, μια χαρά είμαι εγώ, όλα καλά’».

Η οικογένεια γνώριζε πως ο Πέρης ήθελε να αλλάξει σπίτι, γιατί ο σκύλος του έκανε ζημιές και είχαν προβλήματα με τον ιδιοκτήτη. Μάλιστα, γνώριζαν πως θα πήγαινε σε ένα νέο σπίτι, που το είχε κάποιος ιερέας και θα του το έδινε σε χαμηλότερη τιμή, όμως δεν έμαθαν ποτέ ποιος ήταν αυτός.

«Όποιος έχει δει κάτι, καλό θα ήταν να βοηθήσει. Είναι πολύ άδικο αν του συνέβη κάτι, να πάει έτσι», κατέληξε εμφανώς συγκινημένη.


Πηγή